Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ἀπό ποῦ παίρνει τήν ἀξία της ἡ μόδα ( Του μπαρμπαΓιάννη Μιχαηλίδη απο την Διποταμία )

Ἀπό τήν πρώτη ἐποχή, πού οἱ ἂνθρωποι ἒγιναν κάπως πολλοί ἀπάνω στήν γῆ, ἐμφανίστηκαν καί φαινόμενα παρασιτισμοῦ. Ἂνθρωποι μέ παρασιτικές διαθέ­σεις ἂρχισαν τήν δράση τους, καί πρῶτοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἡ Γραφή τούς ὀνομά­ζει Γίγαντες. Ἦσαν ἂντρες εὒσωμοι. Μέ τήν σωματική τους δύναμη ἐκβίαζαν τούς ἀδύνατους καί ἒπαιρναν τά προϊόντα τοῦ κόπου τους.

Ἡ κοπιαστική ἐργασία ἒγινε ἀναγκαία, μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ Γρα­φή λέγει ὃτι ἡ ἐντολή στούς πρωτόπλαστους ἦταν: Ἐργάζεσθε. Ἀλλά δέν μιλάει γιά ἐργασία κοπιαστική, ἀφοῦ ἀκόμα οἱ πρωτόπλαστοι δέν εἶχαν ἁμαρτήσει καί ζοῦσαν χωρίς νά  αἰσθάνονται καμμιά ἀπολύτως ἀνάγκη. Ὁ πα­ράδεισος ἦταν τό­πος τρυ­φῆς, καί ὃλα ἦσαν ἓτοιμα καί ἐπί πλέον καί «λίαν καλά». Συνεπῶς σέ ἓνα τέτοιο τόπο ἡ μόνη ἐργασία πού μποροῦσε νά γίνει ἦταν ἡ ἀσχολία μέ τήν τρυφή. Καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ἡ Γραφή ἐννοεῖ μέ τόν ὃρο ἐργασία, τήν ἀ­σχολία μέ τήν τρυφή. Τό μόνο νόμιμο ἒργο πού μποροῦσε λοιπόν νά γίνει ἐκεῖ τότε, ἦταν ἡ ἀσχολία τους μόνο μέ τήν τρυφή, ἀφοῦ ἦταν κόσμος ἀφθονίας καί τρυφῆς.   


Τό προπατορικό ἁμάρτημα τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τήν τρυ­φηλότητα καί ἒκανε ἀναγκαία τήν κοπιαστική ἐργασία, γιά τήν ἐξασφά­λιση ἐπιβιω­τικῶν ἀ­γα­θῶν. Καί οἱ Γίγαντες, οἱ εὒσωμοι ἂντρες τῆς ἐποχῆς ἐκεί­νης, ἐμ­φο­ρούμενοι ἀπό τήν σατανική ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς καί χρησι­μο­­ποιώντας τήν ὑπε­ροχή τῆς σω­μα­τικῆς τους δύναμης, ἂρχισαν νά διαρπάζουν τά προϊόντα τοῦ κό­που τῶν  ἀ­δυνάτων.

Ἡ ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς εἶναι ἡ αἰτία πού τόν ἂγγελο τόν ἒκανε σατανᾶ. Τήν ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς τήν δημιούργησε ὁ Ἑωσφόρος. Ἐπιθυμώντας νά γίνει ἀνώτερος ἀ­πό τόν Θεό, νά ὑπερέχει δηλαδή, ἂρχισε νά ἐνεργεῖ μέ ἰδέα ὑπεροχῆς, στόν κό­σ­μο τῆς ὑπέροχης ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία ζῶσας παντοτινότητας. Καί μέ αὐτή τήν ἰδέα ἐνεργώντας κατάστρεψε τό ὑπέροχον τῆς ἁρμονίας της. Ἀρνήθη­κε τό ὑ­πέροχον τῆς ἐν ἐλευθερία ἀρμονίας, γιά νά στήσει τήν δική του ἀνύπαρ­κτη καί γι' αὐτό πονηρή ὑπεροχή. Ἒχασε ὃμως ἀμέσως τήν δική του ἁρμονία, καί ἒγινε στοιχεῖο ἀνω­μαλίας, καρκινικό κύτταρο, μέσα στόν κόσμο τῆς ἐν ἐλευ­θε­ρία καί ἁρμονία ζῶσας παντοτι­νότητας. Ἒγινε αὐτό πού εἶναι καί κάνει τό πρῶτο καρκινικό κύτταρο στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπιδεινώνει τήν ἀρρώστια.

Γιά νά ἀποκατασταθεῖ λοιπόν ἡ ἐν ἐλευθερία ἁρμονία, στόν κόσμο τῆς ζῶσας παντοτινότητας, δημιουργήθηκε αὐτός ὁ τεράστιος φυσικός κόσμος, μέ προορι­σμό νά ἀποδώσει τά νέα ὑγιή ὂντα, αὐτά πού θά ἐπιλεγοῦν ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἀν­θρώ­που, μέ κριτήριο τήν ἒμπρακτη ἀπόορριψη τῆς σατανικῆς ἰδέας, καί ἒτσι θά ἀποδείξουν ὃτι εἶναι ἂξιοι νά πάρουν τήν θέση πού εἶχε ὁ σατανᾶς τόν καιρό πού ἦταν ἂγγελος καί τήν ἒχασε.   

Γι' αὐτό λοιπόν ὁ σατανᾶς, βλέποντας ὃτι ἡ θέση του κινδυνεύει ἀπό τόν ταπεινό ἂνθρωπο, τόν πολεμάει ἀδίστακτα· νομίζοντας ὃτι μπορεῖ νά ματαιώσει τόν ὑπαρξιακό προορισμό τοῦ ἀν­θρώπου, ὁδηγώντας τον σέ ὀντογενετική ἀποτυχία, καί νά κρατήσει τήν θέση πού εἶχε ὡς ἂγγελος, ἀ­γωνίζεται νά τοῦ μεταδώσει τήν ἰδέα του, τήν ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς, διότι μόνο μέ αὐτή τήν ἰδέα ἐνεργώντας ἐκτροχιάζονται οἱ ἂνθρωποι καί χάνουν τήν πορεία τους πρός τήν ζῶσα παντο­τινότητα. Καί περισσότερο μάχεται τούς ταπεινούς, ἐπειδή αὐτοί ὂχι μόνο δέν τήν δέχονται ἀλλά καί τήν ἐξοντώνουν, τήν σατανική ἰδέα ὑπεροχῆς, τήν περη­φά­νεια. Εἶναι ἰδέα πού χωρίς νά ἒχει κάποια χρησι­μότητα, μετατρέπει τόν ἂν­θρω­πο σέ κτῆνος καί ματαιώνει τόν προο­ρισμό τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Καί ἐπει­δή ἡ ἀπώλεια τοῦ προ­ορισμοῦ του δέν γίνεται χωρίς ἐνοχή, ὡς ἒνοχος πλέον ἀντί τοῦ παραδείσου κλη­ρο­νομεῖ τήν κόλαση, ὁ ἐμφο­ρούμενος ἀπό τήν σατανική ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς ἂνθρω­πος.

Ἒτσι λοιπόν, μέ τήν σατανική ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς ἐνεργοῦν καί ζοῦν σέ βάρος τῶν ἒντιμα ἐργαζομένων, οἱ παρασιτοῦντες τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἀναγκάστηκαν τό­τε οἱ ἀδύνατοι νά ἀναζητήσουν τρό­πο συλλογικῆς ἰσχύος, γιά νά ἀντιμετω­πί­σουν τήν βουλιμία τῶν παρασιτούν­των. Καί σύστησαν τήν πολιτειακή ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, καί ὣρισαν νόμους πού καταδίκαζαν τίς ὃποιες ἀδικίες. Οἱ ἐμφο­ρούμενοι ὃ­μως ἀπό τήν ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς, γιά νά ὑπερπηδήσουν τό ἐμπόδιο τοῦ νόμου καί νά παρασιτοῦν, βρῆκαν ἂλλη μέθοδο παρασιτισμοῦ. Τίς νύχτες πού οἱ ἐργαζόμενοι κουρασμένοι κοιμούνταν, αὐτοί τούς ἒκλεβαν.

Ἀλλά ἐπειδή κινδύνευε ἡ ζωή τους, άφοῦ κάποιοι σκοτώθηκαν τήν ὣρα πού ἒ­κλεβαν, ἂρχισαν νά ἀναζητοῦν πιό εὒκολη καί πιό σίγουρη μέθοδο παρασιτι­σ­μοῦ. Καί τίς νέες με­θόδους παρασιτισμοῦ τίς βρῆκαν στίς ... τέχνες. Τότε ἂρχισαν νά ἐμ­φα­νί­ζονται οἱ τέχνες, πού ἀπατεονικά ὀνομάσθηκαν καλές, καί δέν εἶναι τίποτα ἂλλο ἀπό τεχνάσματα παρασιτισμοῦ. Ἐπινοήθηκαν μουσικά ὂργανα καί μέ τήν μουσική τους ὂχι μόνο διασκέδαζαν τήν ἠλιθιότητα τῶν παρασιτούντων, ἀλλά καί πληρώ­νονταν ἀπό αὐτούς, μέ ἀγαθά ἁρπαγμένα, καί ἐξασφάλιζαν τήν διατροφή τους.

Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού ἀναπτύχθηκαν οἱ τέχνες, τότε, στόν οἰκισμό τῆς Ναίδ, καί πού ἀναπτύσσονται μέχρι καί σήμερα. Μέ αὐτές τίς τέχνες οἱ κάτοικοι τῆς Ναίδ, τοῦ οἰκισμοῦ πού ἒκτισε ὁ φονιᾶς Κάϊν ὃταν ἒφυγε ἀπό τήν Ἐδέμ, ἐντυ­πωσίασαν τούς κατοίκους τῆς Ἐδέμ, τοῦ οἰκισμοῦ πού ἒκτισε ὁ Ἀδάμ, ὃπου ἡ ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς ἦταν ἂγνωστη, καί γι' αὐτό ἡ Γραφή τούς ὀνομάζει παιδιά τοῦ Θε­οῦ τούς Ἐδεμίτες. Ἐντυπωσίασαν λοιπόν οἱ Ναιδίτες τούς Ἐδεμίτες μέ τίς τέχνες τους καί μέ τήν ἀδιαντροπιά τῶν γυναικῶν τους, καί τούς παρέσυραν στόν κτηνικό τρόπο ζωῆς τόν δικό τους. Μέχρι τότε, ἐνῶ στήν Ναίδ οἱ φό­νοι ἦταν συ­νηθισμένοι, στήν Ἐδέμ ὑπῆρχε ἀπόλυτη γαλήνη καί κοινωνική εἰρήνη. Ἀλλά μετά τήν ἀνάμιξη τοῦ πληθυσμοῦ τῶν δύο οἰκισμῶν, μολύνθηκαν οἱ Ἐδε­μῖτες ἀπό τόν «πολιτισμό» τῶν Ναιδιτῶν, (δέν μπορεῖ ὁ χρυσός νά χρυσώσει τήν λάσπη, ἡ λάσπη ὃμως πολύ εὒκολα μπορεῖ νά λασπώσει τόν χρυσό) καί κτηνίσθηκαν καί οἱ Ἐδεμίτες. Καί χρειάστηκε ἡ ἐξόν­τωση ὃλων μέ τόν κατακλυσμό.

Ἡ τέχνη δέν εἶναι ἐπάγγελμα, εἶναι τέχνασμα. Προσπορίζει χρήματα, προσ­φέροντας ἀπατηλή ἀξία ὡς πραγματική, καί γι' αὐτό εἶναι τέχνασμα. Τήν δουλειά τοῦ ράφτη, τοῦ τσαγκά­ρι κ.λ.π., τέχνη τήν λένε, ἀλλά δέν εἶναι τέχνη, δέν εἶναι τέχ­νασμα, ἀφοῦ παρά­γει ἒργο, καί προσφέρει χρήσιμο καί ἀποθηκευόμενο ἀγαθό. Ἡ δουλειά τοῦ μουσικοῦ ὃμως, τοῦ ἠθοποιοῦ καί πολλές ἂλλες τέτοιες ἂσχο­λίες, πού ἀπατε­ονικά λέγονται καλές τέχνες, δέν εἶναι τέχνες, εἶναι τεχ­νά­σματα παρασιτισμοῦ. Σάν τό τέχνασμα τοῦ ψαρά, πού κολακεύει τό θύμα του μέ τό προκλητικά δολωμένο ἀγκίστρι, καί μέ αὐτό τό πονηρό τέχνασμα ὂχι μόνο δέν προσφέρει κάτι στό ψάρι ἀλλά καί τό αἰχμαλωτίζει. Τό ἲδιο κάνουν καί ὁλες οἱ λεγόμενες καλές τέχνες. Καί γι' αὐτό ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάνου τήν τέχνη τήν παρου­σιάζει σάν πόρνη θρονιασμένη ἀπάνω σέ λόφους, πού συμβολίζουν λα­ούς καί γλῶσσες. Δηλαδή θρονιασμένη καί κυριαρχοῦσα στό παγκόσμιο πεδίο.

Τά τεχνάσματα, πού λέγονται καλές τέχνες, τί προσφέρουν στόν ἂνθρωπο;
Ντάντεμα προσφέρουν, καί τίποτα ἂλλο. Νταντεύουν τούς σωματικά ἠλικιω­μένους ἀλλά πνευματικά στάσιμους στήν βρεφικότητα, καί γι' αὐτό χρειάζονται ντάντεμα. Τά μικρά μωρά τό χρειάζονται τό ντάντεμα, ἐπειδή μωρά εἶναι καί δέν μποροῦν νά ἀπασχολήσουν τήν σκέψη τους. Οἱ ἐνήλικοι ὃμως πού δέν μποροῦν νά ἀπασχολήσουν τήν σκέψη τους ἒμειναν στἠν ἠλικία τοῦ μωροῦ, καί λόγω τῆς μωρίας, τῆς ἠλιθιότητάς τους δη­λαδή, τό χρειάζονται κι' αὐτοί τό ντάντεμα.
Τέτοιων παρασιτικῶν τεχνασμάτων χῶρος καί σχολή εἶναι ὁ σημερινός κτη­νικός πολιτι­σμός τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, πού μετάτρεψε τήν παγκόσμια κοινωνία σέ πα­γκόσμια ζοῦγκλα. Τό κυριότερο ὃμως παρασιτικό τέχνασμα τοῦ κτηνικοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι ἡ μόδα. Εἶναι τό τέχνασμα πού νομιμο­ποίησε τό ἃρπαγο ἒργο τῶν γιγάντων καί τῶν κλεπτῶν καί ληστῶν τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς. Ἐκεῖνοι τότε λή­στευαν τούς σωματικά ἀδύνατους, οἱ σχεδιαστές καί οἱ ἒμποροι τῆς μόδας τώρα ληστεύουν τούς πνευματικά ἀδύνατος, δηλαδή τούς ἠλίθιους ἀν­θρώπους. Καί βεβαίως χρειάζεται πολλή ἠλιθιότητα, γιά νά ντρέπεται μιά  γυναῖ­κα νά φοράει τό ροῦχο πού εἶναι ἀκόμα καινούργιο καί τό εἶχε ἀγοράσει πανά­κρι­βα πρίν ἀπό λίγο καιρό ὃταν ἦταν τῆς μόδας, καί τό πετάει καί ἀγοράζει πανά­κρι­βα καί πάλι ἂλλο, πού καί αὐτό θά ντρέπεται νά τό φοράει σέ λίγο καιρό, ἀφοῦ θά ἀλλάξει ἡ μόδα. Ἂν αὐτό δέν εἶναι ἠλιθιότητα, τί ἂλλο μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἠλιθιότητα;


Τί προσφέρει ἡ μόδα, καί γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τήν παγκόσμια κοινωνία; Πα­ραξενιές, πού ξεπερνᾶνε τό κάθε ὃριο τῆς γελοιότητας προσφέρει. Ἀν τῆς ἀπαγορευθοῦν οἱ παραξενιές, δέν τῆς μένει τίποτα. Ἀλλά οἱ γυναῖκες, πού πάσ­χουν ἀπό τήν συγχρονισμένη ἠλιθιότητα, καί τήν δι' αὐτῆς κτηνικότητα, τίς δέ­χονται τίς παραξενιές, νομίζοντας ὃτι ἒτσι θά ἀποκτήσουν ἀνθρώπινο πε­ρι­εχόμενο. Μέ αὐτή τήν παράλογη ἰδέα τίς δέχονται τίς παραξενιές τῆς μόδας καί τίς ἀκριβοπληρώνουν. Κανένας ἂνθρω­πος μέ σω­στά μυαλά δέν παρασύρεται ἀπό τά τεχνάσματα τῆς μόδας. Γι' αὐτό ὑπάρχουν γυναῖκες μυα­λο­μένες, πού δέν ἐπηρεάζονται ἀπό τήν μόδα, οὒτε καί ἀπό τήν μομφή τῆς καθυ­στερημένης, πού σάν βλῆμα εὒκολα τήν ἐκτοξεύουν οἱ ἠλίθιες γυναῖκες στίς μυ­αλωμένες, σάν τό φίδι κόμπρα, πού ἀπό μακριά ἐκτοξεύει τό δηλητήριό του στά μά­τια τοῦ ἀν­θρώπου πού τό βλέπει. Γυναῖκες μυαλωμένες πού δέν γίνο­ν­ται θύ­ματα, πού οἱ συνέπειές τους βασανίζουν τά παιδιά τους καί τούς γονεῖς τους. Αὐτοί πού εὒκο­λα ἐκτοξεύουν τήν μομφή τοῦ καθυστερημένου κατά τῶν φρόνιμων ἀνθρώπων, αὐτοί εἶναι σήμερα οἱ λάσπες πού λασπώνουν τόν χρυσό καί ὁ χρυ­σός δέν μπορεῖ νά τίς ­χρυσώσει, ὃσο μεγάλη ποσότητα κι' ἂν ἒχει. Ὃταν τήν μιά χρονιά εἶναι μόδα ἡ ραμμέ­νη, καί τήν ἂλλη ἡ ἀπό πίσω ἂραφτη καί σχιστή φοῦστα, ποιό εἶναι τό διαφο­ρετικό, πού ἒλλειπε καί προστέθηκε ἢ πού δημιουργήθηκε; Τί βε­βαιώνεται μέ αὐτό τό γεγονός, γιά νά συσταθεῖ κάποια πρόοδος ἂξια λόγου, νά γίνει δεκτή ἀπό τήν κοινωνία καί νά ἀκριβοπληρώνεται;
Τό μόνο πού ἒτσι βεβαιώνεται εἶναι ἡ ἐξομείωση τῆς γυναῖκας μέ τήν κατσίκα, ἐπειδή ἀπό ὃλα τά ζῶα μόνο ἡ κατσίκα ἒχει ἀκάλυπτα τά γεννητικά της, καί βεβαιώνεται καί ἡ κτηνώδης ἠλιθιότητα τῶν διανοουμένων καί τῶν ΜΜΕ, πού ὁδηγοῦν τήν κοινωνία. Αὐτοί εἶναι τά μεγάλα καθάρματα τῆς κοινωνίας σήμερα. Τούς συμπληρώνει ὃμως, στό καθαρματικό τους ἒργο, ἡ ἠλιθιότητα τῆς «παι­δείας», καί τῆς «φιλοσοφίας». Διότι αὐτοί δίνουν ρυθμό στό βῆμα τῆς κοινω­νίας σήμερα, καί τήν σπρώχνουν στόν γκρεμό τῆς αὐξανόμενης ἐγκληματικότητας.
Ἡ ἂμυαλη γυναῖκα, γιά νά μή κατηγορηθεῖ καθυστερημένη, πρέπει λοιπόν κατ' ἀπαί­τησην τοῦ πολιτισμοῦ νά πετάξει τό περ­σι­νό φόρεμά της, πού δέν πρόλαβε νά τό παλιώσει, καί νά ἀγοράσει τό πανά­κριβο φετινό, ἐπειδή εἶ­ναι τῆς μόδας. Ὃταν ὃμως ἐνεργεῖ ἒτσι, σέ τί διαφέρει ἀ­πό τό ψάρι πού ἃρπαξε τό δολωμένο ἀγκί­στρι καί ἀντί νά φάει καί νά χορτάσει ἒγινε θῦμα, ἀφοῦ καί αὐτή γίνεται θῦμα τοῦ ἀλητοαπατεόνα πού λέγεται σχεδιαστής μό­δας.

Τό ψάρι δέν ἒχει τήν δυνατότητα νά ἀντιλη­φθεῖ τόν δόλο, καί τό δόλωμα τό ἁρπάζει ἀπό ἀνάγκη, ἐπειδή πεινάει. Αὐτή ὃμως ἡ ἂμυαλη γυναῖκα, χωρίς νά ἒχει καμμιά ἀνάγκη, ἀπό ἠλιθιότητα, καί μόνο ἀπό ἠλιθιότητα, ἀγοράζει τό πανάκριβο φόρεμα τῆς μόδας, γιά νά τό πετάξει ὃμως σέ λίγο καί αὐτό, χωρίς νά τό παλιώσει. Εἶναι τῆς μόδας σήμερα, ἀλλά αὒριο δέν θά εἶναι. Καί ἐπειδή αὒριο ἂλλο θά εἶ­ναι τῆς μόδας, αὐτό τό ἀκόμα καινούργιο φόρεμα θά ντρέπεται νά τό φοράει. Ἂν αὐτό δέν εἶναι ἠλιθιότητα, τί ἂλλο μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἠλιθιότητα;

Τό Ψάρι ἐπειδή πεινάει ἁρπάζει τό δόλωμένο ἀγκίστρι τοῦ ψαρά. Ἡ γυναῖκα ὃμως πού πετάει τό περσινό καί σέ πολύ κατάσταση φόρεμα, αὐτό πού πανάκρι­βα τό εἶχε ἀγοράσει, καί ἀγοράζει ἂλλο πανάκριβα καί πάλι, ἐπειδή ἂλλαξε ἡ μόδα, δέν ἒχει κανένα ἐλα­φρυντικό. Τό ψάρι πεινοῦσε καί παγιδεύτηκε στό ἀ­γκίστρι τοῦ ψαρά. Ἀλλά καί αὐτή πεινοῦσε, πεινοῦσε πνευματικά, δηλαδή ἒπασχε ἀπό ἠλιθιότητα, καί γι' αὐτό παγιδεύτηκε στό τέχνασμα τῆς μόδας. Αὐτή χωρίς λόγο, μέ τήν θέλησή της ἒγινε ψάρι στό καλάθι τοῦ «ψαρά», καί σάν ψάρι προ­ορίζεται πλέον γιά ψήσιμο. Ψαράς ὃμως, πού τήν ψάρεψε καί σάν ψάρι πλέον ἀντί στήν ψηστιέρα θά τήν ψήσει στήν φωτιά τῆς κόλασης, εἶναι ὁ σατανᾶς.

Ἂν κάποιος νομίζει ὃτι δέν ἒχει συνέπειες καί εὐθύνες γιά τά ὃσα κάνει στήν ἐπίγεια ζωή του, αὐτός πάσχει ἀπό τό μέγιστο μέγεθος τῆς ἠλιθιότητας.
Ὃταν σήμερα 45 παιδιά πεθαίνουν ἀπό πείνα κάθε μέρα, καί ἡ προοδευτική γυναίκα ἐπισιτίζει τά παρά­σιτα τῆς κοινωνίας πού λέγονται σχεδιαστές καί ἒμποροι μόδας, καί μέ χρήματα πού κι' αὐτή μέ τέχνασμα τά ἀπόκτησε, (ἂν τά εἶχε ἀποκτήσει μέ πολύ κόπο δέν θά τά σπαταλοῦσε) δέν γίνεται κι' αὐτή ἒνο­χη γιά τόν ἀπό πείνα θάνατο αὐτῶν τῶν παιδιῶν; Ὃταν τά σπίτια τῶν παρασιτοῦντων εἶναι γεμάτα τρόφιμα, καί κάποιοι μέ ἀδυναμία ἐργασίας, σάν τά 45 μικρά παιδιά, πε­θαίνουν ἀπό πείνα, γιά τόν θάνατό τους οἱ παρασιτοῦντες εἶναι λιγότερο ἒνοχοι ἀπό αὐτούς πού τό χρῆμα τους φτάνει στά χέρια τῶν παρα­σιτοῦντων. Αὐτοί πού τό χρῆμα τους μέ ὁποιονδήποτε τρόπο τό κατευθύνουν στούς παρασιτοῦντες, γίνονται φονιάδες τῶν παιδιῶν πού πεθαίνουν ἀπό πείνα.

Μόνο παραξενιές σχε­διάζει λοιπόν καί λανσάρει ἡ μόδα. Καί ἀπό τίς παρα­ξενιές πού ἐπινοεῖ καί τεχνάζεται, μόνο ἠλίθιοι ἐντυπωσιάζονται, καί πετᾶνε τά ροῦχα τους πού εἶναι ἀκόμα σέ πολύ καλή κατάστα­ση, γιά νά ἀγοράσουν πανάκριβα καί πάλι αὐτά πού θά τά πετάξουν σέ λίγο, ἐπειδή θά ἀλλάξει ἡ μόδα. Ἂν αὐτό δέν εἶναι ἠλιθιότητα, τί ἂλλο μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἠλιθι­ότητα; 
Νά ἀναρωτηθοῦμε γιατί συμβαίνουν αὐτά, στήν δῆθεν πολιτισμένη κοινωνία τῶν προοδευτικῶν; Εἶναι εὐνόητο. Ἡ σημερινή «προοδευτική» παιδεία καί φιλο­σο­φία πείθει τά παιδία ὃτι εἶναι πιθηκόπουλα. Καί τά παιδιά, πιστεύοντας ὃτι εἶναι πιθηκόπουλα, δέν μποροῦν νά μή πάσχουν ἀπό τόν πιθηκικό μιμη­τισμό καί νά μή φέρονται σάν πιθηκόπουλα.

Ἑνας ἒμπορος, στήν Ἀφρική, εἶχε φορτώσει τό μικρό ἀνοιχτό φορτηγάκι του μέ καπέλα καί πήγαινε νά τά πουλήσει σέ ἂλλη πόλη. Περνώντας ἀπό ἓνα δάσος νύσταξε, καί θέλησε νά κοιμηθεῖ λίγο στήν δροσιά τοῦ δάσους. Πῆρε ἓνα καπέλο ἀπό τό ἁμάξι, τό ἒβαλε στό κεφάλι του καί ξάπλωσε. Ὃταν ξύπνησε καί πῆγε νά βάλει τό καπέλο πού φοροῦσε στήν θέση του, εἶδε ὃτι στό ἁμάξι δέν εἶχε μείνει οὒτε ἓνα καπέλο. Ὃλοι οἱ πίθηκοι ἀπάνω στά δέντρα εἶχαν ἀπό ἓνα καπέλο στό κεφάλι τους.
Τόν εἶχαν ἰδεῖ νά παίρνει αὐτός καπέλο καί νά τό βάζει στό κεφάλι του, καί ὃταν αὐτός κοιμήθηκε κατέβηκαν ἀπό τά δέντρα καί ἒκαναν καί αὐτοί τό ἲδιο.  
Ἀπελπισμένος ὁ ἂνθρωπος ἀπό τήν οἰκονομική καταστροφή πού ἒπαθε, ἒβγαλε τό καπέλο πού εἶχε στό κεφάλι του καί τό πέταξε νευρικά, λέγοντας, νά, πάρτε το καί αὐτό νά ἱκανοποιηθεῖτε.

Ἒκπληκτος ὃμως εἶδε ὃτι τό ἲδιο ἒκαναν καί οἱ πίθηκοι. Ὃπως τόν μιμήθηκαν ὃταν τόν εἶδαν νά βάζει τό καπέλο στό κεφάλι του, ἒτσι τόν μιμήθηκαν καί ὃταν τόν εἶδαν νά τό πετάει αὐτό πού φοροῦσε. Πέταξαν καί αὐτοί τά καπέλα πού εἶχαν στό κεφάλι τους. Τά μάζεψε τότε ὁ ἒμπορος καί συνέχισε τό ταξίδι του.
Στήν Ἀμερική, σ' αὐτή τήν πατρίδα τῆς σύγχρονης κοινωνικῆς σήψης, μιά νεα­ρή ἠθοποιός ἐμφανίσθηκε σέ σκηνή κινηματογράφου μέ παντελόνι. Σέ λίγες μέρες ὃλες οἱ νεαρές Ἀμερικανίδες, φοροῦσαν παντελόνι. Ἒκαναν αὐτό πού ἒκαναν καί οἱ πίθηκοι τοῦ ἀφρικανικοῦ δάσους μέ τά καπέλα. Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ διαφορά τῶν νεαρῶν αὐτῶν κοριτσιῶν ἀπό τούς πιθήκους τῆς Ἀφρι­κῆς; Ἒχουν καμμιά διαφορά; Δέν εἶναι κι' αὐτά πραγματικοί πίθηκοι, μέ φωτο­γραφία ὃμως ἀν­θρώπου. Τόν ἂνθρωπο δέν τόν κάνει ἡ φωτογραφία, τόν κάνει ἡ διαγωγή του. Τά κορίτσια αὐτά ὃμως, καί ὃλοι ὃσοι ὁδηγοῦνται στήν ζωή τους ἀπό τόν πι­θηκικό μιμητισμό, καί ἀκολου­θοῦν τήν μόδα καί τούς ὃποιους ἂλλους συρμούς, παύουν νά εἶναι ἂνθρωποι, γίνονται πίθηκοι.
Τί φταῖνε ὃμως τά παιδιά; Τά παιδιά εἶναι θύματα. Τά παιδιά χρειάζονται ὁδηγό, καί ἀντί γιά ὁδηγό ἡ δῆθεν πολιτισμένη σημερινή κοινωνία τά σπρώχνει στό κροκοδείλιο στόμα τῶν παρασιτούντων. Ἡ σύγχρονη παιδεία (ποιά παιδεία, ἡ σημερινή παιδεία εἶναι ἐχθρός τῆς κοινωνίας) ἀντί νά διδάσκει ἀνθρωπιά στά παιδιά, τά πείθει ὃτι εἶναι πιθηκό­πουλα, καί τά σπρώχνει τόν πιθηκικό μιμητισμό.
Αὐτός λοιπόν ὁ πιθηκικός μιμητισμός, πού ἐξισώνει τόν ἂνθρωπο μέ τόν πίθη­κο, καί τόν ὑποβιβάζει στά μέτρα τοῦ πιθήκου, παρέχει τήν ἀξία καί τήν πέραση στήν μόδα. Στήν ἐρώτηση, ἀπό ποῦ παίρνει τήν ἀξία της ἡ μόδα, ἡ ἀναμφίβολη ἀπάντηση εἶναι: Ἀπό τήν ἠλιθιότητα καί τόν κτηνισμό τῶν διανοουμένων καί τῶν ΜΜΕ πού ὁδηγοῦν τήν κοινωνία.
Ποιός δικτάτορας κατώρθωσε ποτέ νά κυριαρχήσει τόσο ἀποτελεσματικά στήν κοινωνία, ὃσο ἡ μόδα σήμερα; Γι' αὐτό καί ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου τήν ὀνο­μάζει θηρίο, δηλαδή τέρας μέ δύναμη ἀκαταμάχητη, προερχόμενο ἀπό θάλασσα, (ἀπό τήν θάλασσα τοῦ ὑπόκοσμου). Καί αὐτό τό κατάντημα τῆς κοινωνίας λέγεται πολιτι­σμός. Καί κάποιοι, ἂνδρες καί γυναῖκες, πού ἡ μόδα τούς ἒχει κάνει «κάτσε σήκω» νούμερα, λόγω τῆς ἠλιθιότητας ἀπό τήν ὁποία πάσχουν καυχῶνται ὃτι εἶναι προοδευτικοί καί ἐλευθερωμένοι ἀπό παλιά ταμπού, καί βῆμα πρός βῆμα ἀκολουθοῦν τήν μόδα, γιά νά γίνουν θύματα τῆς κερδοσκοπίας τῶν παρασιτούν­των. Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνοι πού κάποτε γίνονταν θύματα τῶν γιγάντων καί τῶν ληστῶν δέν εἶναι κατηγορητέοι, ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά ἀντιδράσουν, αὐτοί πού σήμερα γίνοντα θύματα τῆς κερδο­σκο­πίας πού λέγεται μόδα, δέν εἶναι ἂξιοι νά λέγονται ἂνθρωποι. Ἐπειδή μέ τήν θέλησή τους καί μέ καμάρι, καί καυχώ­μενοι μάλιστα, γίνονται θύματα. Ἂνθρωποι γεννήθηκαν, ἀλλά προτίμησαν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πιθήκου.
Ὃλοι αὐτοί πού ζοῦν μέ τά τεχνάσματα τῆς μόδας σήμερα, αὐτοί πού τήν σχεδιά­ζουν, πού τήν προβάλουν, πού τήν ἐμπορεύονται, δέν εἶναι ὃμως ἁπλᾶ παράσιτα, σάν τούς γίγαντες, καί ἁπλᾶ κακούργοι, σάν τούς ληστές τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Αὐτοί, σάν τά κουνούπια, εἶναι νοσογόνα ἒντομα. Κάνουν τήν ἲδια ἀκρι­βῶς δουλειά πού κάνουν τά κουνούπια. Ὃπως τά κουνούπια πηγαίνουν τήν νύχτα σ' αὐτούς πού κοιμοῦνται καί ρουφᾶνε τό αἷμα τους καί τούς μεταδίδουν καί ἀρ­ρώστιες, (τούς ξυπνη­μένους ἂν τολμήσουν νά τούς ἀγγίξουν θανατώνονται), ἒτσι καί αὐτοί πηγαί­νουν σ' αὐτούς πού κοιμοῦνται πνευματικά, στούς σημερινούς προο­δευ­τικά ἠλίθιους δηλαδή, καί ρουφᾶνε τό χρῆμα τους, χωρίς νά κινδυνεύ­ουν ὃμως νά θανατω­θοῦν σάν τά κουνούπια, καί μεταδίδουν καί τίς ἀρρώστιες τῆς κτηνωδίας, πού μετάτρεψε σέ ζοῦγκλα τήν παγκόσιμα κοινωνία. Καί αὐτό τό κατάντημα λέγεται πολιτισμός.
Αὐτό πού χρειάζεται κανείς γιά νά ἀκουλουθήσει τήν μόδα εἶναι: Ἠλιθιότητα ὑπέρμετρη. Καί ἡ ἠλιθιότητα αὐτή, μόνο σάν πνευματικός ὓπνος μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ, ἀφοῦ ὂχι μόνο ἐπιτρέπει τά ἀνθρωπόμορφα κουνούπια πού λέγονται σχεδιαστές μόδας νά τοῦ ρουφοῦν τό χρῆμα, ἀλλά καί τά βραβεύει. Ἂν αὐτό δέν εἶναι ἠλιθιότητα, τί ἂλλο μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἠλιθιότητα;
Ποιό εἶναι ὃμως τό ἀποτέλεσμα. Ἒπέβαλε κτηνώδη ἀδιαν­τροπιά στίς γυναῖκες, ἡ μόδα, καί παρασύρουν τήν κοινωνία ἀπό πτώση σέ πτώση. Τό γεγοννός θυμίζει τήν ποντιακή παροιμία: Ἒμαθεν ἀβράκωτος καί βρακωμέντσα ἐντράπεν. Συνήθισε στήν γύμνια, ἡ γυναῖκα, καί ὃταν ντύθηκε ντρεπόταν.
Αὐτό δέν γίνεται ὃμως γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία. Ἐγινε καί ἂλλες φορές. Καί ὂχι μόνο στίς παραμονές τοῦ κατακλυσμοῦ. Ἀλλά ἐπειδή ἡ ἀνθρω­πότητα εἶ­ναι ἀφιο­νισμένη ἀπό τήν ἀπατεονική προπα­γάνδα τοῦ «προοδευ­τισμοῦ», καί πε­ρι­φρονεῖ τά διδάγματα πού παρέχει ἡ πείρα χιλιάδων χρόνων ζωῆς τοῦ ἀν­θρώπου ἀπάνω στήν γῆ, δέν δι­δάσκεται. Τά παθή­ματα δέν γίνονται μαθήματα στούς προοδευτικά ἠλίθιους. Αὐ­τοί τό λουκέτο πού ἒχουν στά μυαλά τους, νομί­ζουν ὃτι εἶναι χρυσό στεφάνι προόδου.
Ἡ Σπάρτη, κατά τήν ἀρχαιότητα ἦταν μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Μιά πόλη ἦταν, μέ μικρή γεωγραφική περιοχή, τήν Λακωνία, ἀλλά εἶχε τήν δύναμη νά κά­νει νικηφόρες ἐκστρατείες ἀκόμα καί κατά τῆς τεράστιας Περσικῆς αὐτο­κρα­τορίας. Πῶς ὃμως παρήκμασε ταχύτατα καί ἐξαφα­νίσθηκε ἀπό τό προσκήνιο τῆς ἱστο­ρίας;
Ὁ λόγος τῆς παρακμῆς της εἶναι ἱστορικά γραμμένος, καί εὐνό­ητος. Ὁ Προ­φή­της Ἡσαῒας κατηγορεῖ τίς Ἑβραίες γυναῖκες ὃτι ντύνονται μέ δι­αφανή φορέ­ματα, πού ἀγοράζουν ἀπό τήν Λακωνία, ἀπό τήν Σπάρτη. Ἀλλά τήν ἲδια ἐποχή καί οἱ Σπαρτιάτες τίς «προοδευτικές» γυναῖκες τους, ὃταν αὐτές ἂρχι­σαν νά κυκλο­φο­ροῦν μέ γυμ­νούς μηρούς, τίς κατηγόρησαν φαινομηρίδες. Δέν μπόρε­σαν ὃμως νά τίς διορ­θώσουν καί γι' αὐτό Σπαρτιάτες καί Ἑβραῖοι ὁδηγήθηκαν στήν παρακ­μή καί στήν καταστροφή τῆς ἒνδοξης ἱστορίας τους.

Ἡ γύμνια ἐξισώνει τόν ἂνθρωπο μέ τά ζῶα, ἀφοῦ ὃλα τά ζῶα εἶναι γυμνά. Ὁ βαθμός τῆς γύμνιας στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἂνδρα ἢ γυναῖκας, εἶναι καί βαθ­μός κτηνισμοῦ καί κτηνωδίας. Αὐτό δέν θά εἶχε σημασία ὃμως, ἂν δέν εἶχε συνέπειες, καί ὂχι μόνο ἐπουράνιες καί μελλοντικές, ἀλλά καί ἐπίγειες. Ὁ βαθ­μός γύμνιας εἶναι καί βαθμός ἀποτυχίας τοῦ ἀν­θρώπου στόν ὀντογενετικό προ­ο­ρισμό τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἀλλά ἡ ἀποτυχία ἐπισύρει ὁδυνηρές συνέπειες, ἐπειδή ἀποτυχία χωρίς ἐνοχή δέν γίνεται, ὃπως καί ἀστοχία τοῦ βλήματος χωρίς ἐνοχή τοῦ χειριστή τοῦ ὃπλου δέν γίνεται. Καί ἡ ἐνοχή στό ὑπαρξιακό πεδίο τῆς ἀπόλυτης δικαιοσύνης δέν ἀθωώ­νεται ποτέ, ἐπειδή εἶναι θελημένη καί μέ πλήρη ἐλευθερία ἀποφασισμένη καί πραγματο­ποιημένη. Ἐνοχή εἶναι καί ἐνοχή μένει γιά πάντα. Ἂν κάποιοι νομίζουν ὃτι ὁ θάνατος θά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐνοχή τους, εἶναι ἠλίθιοι. Ἀπόλυτα ἠλίθιοι εἶναι ὃμως εἶναι ἐκεῖνοι πού μέμφονται τούς φρόνιμους ἀνθρώπους μέ τήν φράση: στήν παλαιολιθική ἐποχή ζεῖς. Δηλαδή πρέπει νά γίνει κτῆνος, ὁ ἂνθρωπος, γιά νά εἶναι σύγχρονος;
Βεβαίως, γιά νά μή κατηγορηθεῖ κάποιος καθυστερημένος ἀφοῦ σήμερα κυρι­άρχησαν στήν γῆ οἱ κτηνισμένοι, πρέπει νά εἶναι κτηνισμένος, γιά νά μή κατηγο­ρηθεῖ ὁπισθοδρομικός.                 

Γιάννης Μιχαηλίδης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου