Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Δεσμά πού ἐλευθερώνουν ( Του μπαρμπαΓιάννη Μιχαηλίδη απο την Διποταμία )


Ὁ Κωνσταντίνος Χαλκίδης γεννήθηκε στόν Πόντο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ἦρθε πρόσφυγας στήν Ἑλλάδα. Σήμερα (1990) ζεῖ στήν Διποταμία Καστοριᾶς, σέ ἡλικία ὀγδόντα ἑφτά χρονῶν. Σ' αὐτή τήν ἡλικία δουλεύει στά χωράφια μέ νεανικό σφρίγος,
Στά δεκαεφτά του χρόνια ἦταν πλανώδιος μικροπωλητής στήν πατρίδα του, στόν Πόντο. Μιά μέρα, γιά νά ἀνεφοδιάσει τήν πραμάτεια του πήγαινε στήν ἀγορά μιᾶς κωμόπολης, πού στήν ἀρχαιότητα λεγόταν Φαδίσανη καί σήμερα λέγεται Φάτσα. 
Περνώντας ἀπό ἕνα τουρκοκατοικημένο χωριό, τό Κιόλκιοη, τρέχοντας βγῆ­κε μπροστά του ἕνα παιδάκι καί τόν ρώτησε πού πηγαίνει. Στήν Φάτσα, εἶπε ὁ Κώ­στας. Τό παιδάκι τοῦ εἶπε τότε ὅτι θέλει νά τόν ἰδεῖ ὁ ἀγάς τοῦ χωριοῦ.
Πῶς σέ λένε; Τόν ρώτησε ὁ ἀγάς. 
Κώστα, ἀπάντησε αὐτός.
Κώστα, θέλω μιά χάρη ἀπό σένα. Τήν κόρη μου νά τήν πάρεις μαζί σου καί ὅταν φτάσεται στήν φάτσα νά τήν παραδόσεις στή θεία της.
Δέχτηκε ὁ Κώστας. Σαμάρωσε τότε ἕνα ἄλογο, ὁ ἀγάς, ἀνέβασε τήν κόρη του στό ἄλογο καί τό καπίστρι τοῦ ζώου τό ἔδωσε στά χέρια τοῦ Κώστα.
Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό χωριό, ἡ τουρκοπούλα ἔβγαλε τόν φερετσέ της καί ἀποκάλυψε ἕνα πανέμορφο νεανικό γυναικεῖο πρόσωπο. Ἀλλά καί ὁ Κώ­στας, στήν προχωρημένη ἡλικία πού σήμερα βρίσκεται, φαίνεται πώς δέν ὑστε­ροῦσε σέ ἐμφάνιση.
Ὕστερα ἀπό λίγη πορεία, ἡ τουρκοπούλα κατέβηκε ἀπό τό ἄλογο, ἔπιασε τό καπίστρι τοῦ ζώου καί εἶπε στόν Κώστα νά ἱππεύσει. Ὁ Κώστας ἀρνήθηκε μέ εὐγένεια. Ἄλλωστε τήν πορεία αὐτή θά τήν ἔκαμνε ἔτσι κι' ἀλλιῶς πεζός, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἱππεύσει στό φορτωμένο μέ κιβώτια δικό του ἂλογο. Ἐκείνη ὅ­μως μέ μετρημένα λόγια τοῦ ἐξήγησε: Κώστα, ἔχομε ἀκόμα νά κάνομε πολύ δρόμο. Ἐσύ θά κουραστής περπατώντας καί ἐγώ θά μουδιάσω καθισμένη ἀπάνω στό ἄλογο. Γι' αὐτό εἶναι προτιμότερο ν' ἀλλάζομε κάθε τόσο, ἐγώ νά περπα­τάω νά ξεμουδιάζω καί ἐσύ νά ξεκουράζεσαι λίγο πάνω στό ἄλογο.
Ἔτσι καί ἔγινε. Πέρασαν ἐρημότοπους, πέρασαν βουνά καί λαγκάδια, κι' ὅταν πῆρε νά βραδιάζει εἶχαν ἀκόμα νά κάνουν ἀρκετή πο­ρεία. Ἀποφάσισαν νά δια­νυ­κτερεύσουν στό πρῶτο χωριό πού ἦ­ταν μπροστά τους, καί ἤξεραν ὅτι εἶναι τουρκοκατοικημένο. 
Οἱ τοῦρκοι εἶναι φιλόξενοι, ἀλλά ἡ φιλοξενία τους εἶναι ἰδιότυπη. Δέν βάζουν ξένους στά σπίτια τους. Διατηροῦν ξενῶνες κοινοτικούς στά χωριά τους. Κάθε βράδυ ὁ «τελλάλης», (=κοινοτικός κήρυκας) τοῦ χωριοῦ πηγαίνει καί βλέπει ἄν ὑ­πάρ­χουν ξένοι στόν ξενώνα. Ἄν ὑπάρχουν, βγαίνει στούς δρόμους καί τό φωνάζει.
Τότε οἱ ἄντρες τοῦ χωριοῦ πηγαίνουν φαγητά στούς ξένους, καί πολλές φο­ρές κάθονται καί τρῶνε καί αὐτοί μαζί μέ τούς ξένους.
Κάποιοι πλούσιοι ἀγάδες ὅμως, διατηροῦν ξενώνα δικό τους, κοντά στό σπίτι τους. Σέ ἕνα τέτοιο ξενώνα, ἰδιωτικό, ἔτυχε νά πᾶνε ὁ Κώστας καί ἡ τουρκο­πούλα. 
Ὁ ἀγάς ἦρθε σέ λίγο νά ἰδεῖ ἄν ὑπάρχουν ξένοι στόν ξενώνα του. Καί ὅταν τούς εἶδε, θέλησε νά τούς γνωρίσει. Ὅταν ἄκουσε τόν νεαρό ἄντρα νά δηλώνει τό ὄνομά του Κώστας, χριστιανικό, καί τήν νεαρή γυναίκα Ἀττή, χαϊδευτικό τουρ­κάλας, καί νά εἶναι καί οἱ δύο σέ ἡλικία γάμου, παραξενεύτηκε.
Ἡ Ἀττή τό ἀντιλήφθηκε, καί τοῦ ἔδωσε κοφτά τήν ἐξήγησε. 
-Ἐγώ εἶμαι θυγατέρα τοῦ Ἰσμαήλ ἀπό τό Κιόλκιοη, πηγαίνω στήν θεία μου στήν Φάτσα, καί τόν Κώστα μού τόν ἔδωσε ὁ πατέρας μου συνοδό.
Σέ λίγο μπῆκε στόν ξενώνα ἡ χανούμισσα, ἡ γυναίκα τοῦ ἀγά, συνοδευόμενη ἀπό τίς θυγατέρες της. Κρατοῦσε ὅμως μόνο ἔνα πιάτο μέ φαγητό.
Ἄφησε τό πιάτο στό τραπέζι καί εἶπε. Κώστα, ἔφερα φαγητό μόνο γιά σένα. Τήν Ἀττή θά τήν πάρω νά φάγει καί νά κοιμηθεῖ μαζί μέ τά κορίτσια μου. Καί φεύγωντας κάλεσε τήν Ἀττή νά ἀκολουθήσει τίς θυγατέρες της.
Ὁ Κώστας κατάλαβε τόν λόγο. Τούρκοι αὐτοί, δέν μποροῦσαν νά ἀφήσουν μιά νεαρή Τουρκάλα νά κοιμηθῆ στό ἴδιο δωμάτιο μέ ἔνα νεαρό χριστιανό ἄν­τρα. Ἤθελαν νά τήν προστατέψουν ἀπό πιθανή πορνεία.
Προτοῦ ἀποφάγει ὅμως ὁ Κώστας, ξαναμπῆκε ἡ χανούμισσα μέ τίς θυγατέρες της καί τήν Ἀττή, καί ἄφησε ἀκόμα ἕνα πιάτο στό τραπέζι.
Αὐτό εἶναι γιά τήν Ἀττή, εἶπε στόν Κώστα. Ἤθελα τήν Ἀττή νά τήν βάλω νά φάγει καί νά κοιμηθεῖ μέ τά κορίτσια μου ἀπόψε, ἀλλά δέν δέχτηκε. Μοῦ εἶπε: «ἄν ὁ πατέρας μου μάθει ὅτι ὁ Κώστας δέν ξέρει πῶς κοιμήθηκα ἐγώ ἀπόψε, τί ἀπολογία θά τοῦ δώσω»;
Ὁ Κώστας καί ἡ Ἀττή ἔφαγαν, καί ξάπλωσαν ὁ καθένας στό κρεβάτι του. Καί κοιμήθηκαν μέχρι τό πρωῒ τόν ἤρεμο ὕπνο τοῦ δικαίου, τοῦ ἀπαλλαγμένου ἀπό τά πονηρά καί ἀνώμαλα ἐνδιαφέροντα τῆς στιγμῆς, πού ὑποσκάπτουν τά σωθικά τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἐργαλεῖο τους τήν σατανική μέριμνα. Κοιμήθηκαν τόν γαλήνιο ὕπνο, πού χαρίζει ἡ ἐνισχυμένη μέ τήν ἀθωότητα τῆς ἀνθρωπιᾶς πληρότητα.
Ὅταν τήν ἄλλη μέρα ἔφτασαν στήν Φάτσα, ἡ Ἀττή ἔξερε πού εἶ­ναι τό σπίτι τῆς θείας της, καί πῆγαν πρός τά ἐκεῖ. Μόλις πλησίασαν, ἀκούστηκαν φωνές ἀπό τό σπίτι.
Ἔρχεται ἡ Ἀττή, ἔρχεται ἡ Ἀττή, φώναζαν τά ξαδέρφια της καί ἔτρεξαν νά τήν προϋπαντήσουν. Καί τοῦ Κώστα τοῦ γέμισε τίς χούφτες κέρματα, ἡ θεία τῆς Ἀττή.
Ὕστερα ἀπό αὐτή τή μέρα ἡ Ἀττή καί ὁ Κώστας ἔγιναν ἀδέρφια. Ἡ Ἀττή ἔ­κανε σάν τρελή ἀπό χαρά, ὅταν ἔβλεπε τόν Κώστα στό Κιόλκιοη. Τόν ἔβλεπε ἄν­­­τρα, πού δέν τήν εἶδε σάν ἕνα πορνικό ἐργαλεῖο μιᾶς χρήσεως, πού σεβάσ­θηκε τήν προσωπικότητά της καί τίμησε τήν ἀξι­οπρέπειά της, ὅπως ὁ ἀδερφός σέ­βεται καί τιμᾶ τήν ἀδερφή του. Τά ἴδια αἰσθήματα εἶχε καί ὁ Κώστας. Τά αἰσ­θήματά τους δέν ἦταν λοιπόν παράγωγα τυπικῆς καί ἀπό καταγωγή φυσικῆς καί γι' αὐτό μοι­ραίας ἀδελφικότητας, ἀλλά θελημένης καί δοκιμασμένης καί ἐπιτυ­χη­μένης, καί γι' αὐτό ἀσύγκριτα ἀνώτερης. Εἶχαν γίνει ἀδέρφια μέ τήν θέλησή τους.
Τό χαμόγελο τους, κάθε φορά πού συναντιοῦνταν, λουσμένο στό φῶς ὄχι μόνο τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τῆς θελημένης ἀδελφικότητας, ἀλλά καί τῆς δημοσιό­τητας, πού ἀπαιτεῖ καθαρότητα, ἔλαμπε. Ἀντίθετα πρός τό βιασμένο καί λόγω ὑ­πουλίας σκοτεινό χαμόγελο τῶν πορνῶν, πού τό φοβᾶται τό φῶς τῆς δημο­σι­ότητας, ἒτσι ὃπως καί τό δέντρο πού φύτρωσε σέ ἄγονο τόπο φοβᾶται τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ ἥλιου, ἀντί νά τήν ἐπιποθεῖ, ἐνῶ αὐτό πού φύτρωσε σέ γόνιμο τόπο, τόν χαίρεται τόν ἥλιο καί ἀναπτύσσεται. Ἔτσι χαίρονταν καί αὐτοί, ὁ Κώστας καί ἡ Ἀττή, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις τους.
Ἐνῶ ἡ πορνεία, ἐπειδή τό φοβᾶται τό φῶς τῆς δημοσιότητας, κι­νεῖ­ται σάν τόν τυφλοπόντικο στίς ὑπόγειες σκοτεινές στοές τοῦ ὑ­πό­κοσμου, ὅπου ὄχι τό χα­μόγελο ἀλλά οὔτε ὁ χρυσός δέν μπορεῖ νά λάμπει. Καί ὁ κάθε πόρνης τίς χάνει τίς παροχές τῆς λαμπρότητας πού χαρίζει ἡ δημοσιότητα, πού ὅμως μόνο αὐτές ἱκανοποιοῦν τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, καί βυθίζεται στά σκοτάδια τοῦ βυθοῦ τῆς ἀντι­φυσικότητας. Ἔτσι λοιπόν ὁ πόρνης, μέ ἐλεύθερη θέληση ἐπιλέ­γει τήν εἴσο­δό του στό σκότος τό ἐξώτερο, ὅπως τό λέγει ἡ Ἁγ. Γραφή, καί πού ἔχει τήν πύλη του στόν ὑπόκοσμο. Καί στόν ἐπίγειο κόσμο ἐξεργάζεται μόνο κτηνωδίες καί καταστροφές.
Αὐτά δέν εἶναι δυνατό νά τά ἐννοήσουν ἐκεῖνοι πού καυχῶνται ὃτι εἶναι προοδευτικοί, αὐτοί πού ἐγκατέλειψαν τήν κορυφαία θέση τους στήν δαρβίνια κλίμακα καί σάν τά σκουλίκια ἕρπουν ἐπί τῆς ὕλης, ἐνῶ ἡ ζωή τοῦ ἀν­θρώπου γιά νά ἱκανοποι­ηθεῖ ἀπαιτεῖ πτή­σεις στό πνευματικό πεδίο, πτήσεις ὑπεράνω τῶν σαρκισμῶν.  Ὅση διαφορά ἔχει ἀπό τήν πεταλούδα πού ζεῖ μέσα στά λουλούδια, τό σκουλίκι πού ἕρπει καί ζεῖ μέσα στήν λάσπη, τόση διαφορά ἀπό τόν ἄνθρωπο ἔχουν οἱ τύπου Ραφαη­λί­δη «προοδευτικοί». Ἕρπουν ἐπί τῆς ὕλης καί ἀγνοοῦν τούς ὑπαρξιακούς κόσμους πού ἀπαιτοῦν πνευματικές πτήσεις.

Γιάννης Μιχαηλίδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου