Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Τί εἶναι τό ὑποδηλούμενο μέ τόν ὃρο «ἐγώ»


Ἀπόσπασμα ἀπό «τόσος κτηνισμός» σελ. 155-158
Κάτι πού ἔγινε καί ὑπάρχει, ὅ,τι κι' ἄν εἶναι, ἀφοῦ ἔγινε καί ὑπάρχει, εἶναι καί ἀπόδειξη τῆς γνώσης πού τό παρήγαγε καί τό ἔκανε ὑπαρκτό. Κατά ἄγνοιαν τίποτα δέν μπορεῖ νά γίνει καί νά ὑπάρχει. Γνώση τά κάνει ὅλα αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἡ γνώση ὅμως πού τά κάνει, προϋπάρχει, πάντα. Γιατί λοιπόν νά προτιμήσομε τήν ἔρευνα σ' αὐτό πού ἔγινε καί ὑπάρχει, καί ὄχι τήν μαθητεία στήν προϋπάρχουσα γνώση πού τό ἔκανε; Γιά νά ἱκανοποιήσομε τήν περηφάνεια μας, ἐνεργώντας μέ τήν σατανική ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς; Τήν ἰδέα πού μόνο κακό μπορεῖ νά κάνει; Τό καλό προϋποθέτει ἀγάπη θυσιαζόμενη, ἐνῶ ἡ ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς κάνει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, περιφρονεῖ τά πάντα καί τά θυσιάζει ὅλα γιά νά ὑπερέχει.
Ἡ ἔρευνα δέν ἔχει ἀπεριόριστη δυνατότητα. Ἔχει ὅρια, πού δέν μπορεῖ νά τά ξεπεράσει κανείς χωρίς κίνδυνο. Ἔχει ὅρια, καί ἡ ὑπέρβαση τῶν κάθε εἴδους ὁρίων μόνο ἐκτροπή καί ἐκτροχιασμό μπορεῖ νά ἀποδόσει. 
Ἀπεριόριστη εἶναι μόνο ἡ Ζῶσα Ἐλευθερία. Καί εἶναι ἀπεριόριστη, ἐ­πειδή εἶναι παράγωγο τῆς ἀπόλυτης γνώσης τοῦ ὑπάρχειν. Ἡ ἔρευνα ὅ­μως εἶναι παράγωγο τῆς ἀπόλυτης ἄγνοιας· δέν ἔχει νοητική ὀρατότητα, καί γι' αὐτό σάν τόν τυφλό ἀναγκάζεται νά ἐρευνᾶ. Ἡ ζῶσα ἐλευθερία ὅμως ἄν χρειαζόταν τήν ἔρευνα, δέν θά ἦταν ἐλευθερία. Ἐπειδή εἶναι παράγωγο τῆς γνώσης τοῦ ὑπάρχειν, εἶναι καί ἡ προϋπάρχουσα ὅλων τῶν γεγονότων γνώση. Τί θά ἐρευνήσει λοιπόν, ἡ ζῶσα ἐλευθερία, τό ἔργο πού αὐτή τό ἔκανε; Κ' ἐμεῖς δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά ἐρευνήσομε τήν ἀρχή τῆς ζῶσας ἐλευθερίας, ἐπειδή αὐτή μᾶς ἐρευνᾶ καί μᾶς φροντίζει, γιά νά μᾶς δώσει τόν ... ἑαυτό της. Αὐτό ἀκριβῶς προσφέρει ὁ Χριστός, μέ τήν θεία κοινωνία. Ἐπειδή θεία ἰδιότητά του ἔχει τήν ἀπόλυτο γνώση τῆς ζῶσας ἐλευθερίας, ζῶσα ἐλευθερία προσφέρει. Εἶναι ἔργο δικό του, ὁ ἄνθρωπος, προορισμένο γιά τήν ζῶσα ἐλευθερία, καί ὁ Χριστός γι' αὐτό ἐνδιαφέρεται ὄχι μόνο γιά τό ὑπαρξιακό ἀλλά καί γι' αὐτό τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τό μέλλον.
Ἕνας τυφλός ἐρευνοῦσε τό ὁδόστρωμα μέ τό ραβδί του καί προχω­ροῦσε. Μπροστά του ἦταν σταματημένο ἕνα κάρο φορτωμένο μέ ξυλεία. Ἕνα καδρόνι μάκραινε περί τά δύο μέτρα πίσω ἀπό τό κάρο, ψηλά ὡς ἕνα περίπου μέτρο. Τό ραβδί τοῦ τυφλοῦ ἐρευνοῦσε τό ὁδόστρωμα, καί βεβαίωνε τόν δρόμο ἐλεύθερο, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἐπισημάνει τό καδρόνι, πού ἦταν ψηλά στόν ἀέρα. Καί ἔτσι ὁ τυφλός προχωροῦσε θαρρετά, σέ δρόμο πού νόμιζε ὅτι εἶναι ἐλεύθερος. Χτύπησε ὅμως μέ τήν κοιλιά του στό καδρόνι. Αὐτό παθαίνει ὁ ἄνθρωπος καμμιά φορά, ἀκόμα καί χωρίς νά ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς ἔρευνας.
Δέν κατηγορῶ τήν ἔρευνα, ὅταν μένει στά ὅριά της. Δέν εἶναι ὅμως οὔτε ἡ ἀποκλειστική μέθοδος οὔτε καί ὁ πιό πρόσφορος τρόπος, γιά μάθηση. Ὅταν ἡ μάθηση περιορίζεται στήν ἔρευνα, ἀρνεῖται τήν μαθητεία καί ἀκολουθεῖ τήν μέθοδο τοῦ διαρρήκτη. Τί ἐρευνᾶ λοιπόν, ἡ ὁποιαδή­ποτε ἔρευνα, ὅταν δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη γνώσης προϋπάρχου­σας; Ἄγνοια ἐρευνᾶ; Προφανῶς ἐργάζεται γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς περηφάνειας, καί ὄχι γιά τήν μάθηση· καί γι' αὐτό ποτέ δέν θά μάθει κάτι ἀξιόλογο. Ἄν ὅμως ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη προϋπάρχουσας γνώσης, τότε αὐτό πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ μαθητεία  στήν προϋπάρχουσα γνώση καί ὄχι ἡ ἔρευνα. Διότι ἡ προϋπάρχουσα γνώση δέν κρύβεται, ἀλλά σάν τούς δασκάλους ὅλων τῶν σχολῶν, γνώση εἶναι καί διδάσκει.
Ἡ ἄξια γνώση δέν κατακτᾶται μέ ἐρευνητική ἐπιδρομή. Ἐπειδή ἡ γνώση προϋπάρχει, λαμβάνεται μόνο μέ αἴτημα. Τό αἴτημα ὅμως πληγώνει τήν περηφάνεια καί ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος προτιμᾶ τήν ἔρευνα πού ἱκανοποι­εῖ τήν περηφάνεια.

Τό μέλλον δέν μπορεῖ νά ἐρευνηθεῖ, ἐπειδή ἀκόμα δέν ὑπάρχει. Μπορεῖ νά ἐρευνηθεῖ λοιπόν μόνο αὐτό πού ἤδη ὑπάρχει. Ἀλλά αὐτό πού ἤδη ὑπάρχει, εἶναι γεγονός τοῦ παρελθόντος, ξεπερασμένο. Καί γι' αὐτό ἀναγκαστικά ἡ ἔρευνα στρέφεται καί πηγαίνει πίσω, στό ξεπερα­σμένο παρελθόν, ἀφοῦ ἀσχολεῖται μέ τά χρονικά πίσω εὐρισκόμενα γεγονότα. Ἄν λοιπόν στρεφόμενη πρός τά πίσω, ἡ ἔρευνα, ἀναζητᾶ γνώση, πρέπει νά ἀναζητᾶ τήν προϋπάρχουσα γνώση, τήν γνώση πού τό ἔκανε νά ὑπάρχει αὐτό πού ἤδη ὑπάρχει. Ἡ ἔρευνα ὅμως ἀρνούμενη τήν μαθητεία, ἐξ ὁρισμοῦ ἀρνεῖται καί τήν προϋπάρχουσα γνώση.
Ἡ γνώση πού χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος, καί πού μπορεῖ καί αὐτήν πρέπει πρῶτα ἀπ' ὅλα νά μάθει, εἶναι μία. Καί εἶναι γνώση ἀρχηκή. Ὅταν δέν τήν ἔχει αὐτή τήν ἀρχηκή γνώση, δέν μπορεῖ νά μάθει τίποτα ἄλλο. Χρειάζεται νά μάθη καί νά ξέρει πρῶτα ἀπ' ὅλα τόν ... ἑαυτό του. «Γνώθι σ' αὐτόν», μάθε τόν ἑαυτό σου, δίδασκαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφοί. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ξέρει τόν ἑαυτό του, πῶς θά μάθει κάτι ἄλλο; Πρέπει νά ξέρει τόν ἑαυτό του, γιά νά τοῦ γίνει ἡ γνώση αὐτή δοχεῖο ἱκανό νά δέχεται καί νά διατηρεῖ γνώσεις.
Γεννιέται λοιπόν, τό ἐρώτημα: Ξέρει τόν ἑαυτό του ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος;
Σύμφωνα μέ ὅλα τά δεδομένα, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του τόν ἀγνοεῖ περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο. Γιά τόν ἀστερισμό τῆς Ἀνδρομέδας ξέρει περισσότερα ἀπό ὅσα ξέρει γιά τόν ἑαυτό του. Τόν ἑαυτό του νομίζει ὅτι τόν ἔχει σκλάβο, ὑποχρεωμένο νά τοῦ ὑπηρετεῖ τυφλά ὅλα του τά καπρίτσια. Ἐνῶ ἔπρεπε νά συμβαίνει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Καί ἐνῶ ἔτσι καταστρέφει ὄχι μόνο τό ὑπαρξιακό ἀλλά καί τό ἐπίγειο μέλλον του, ὅπως ὁ τρελός νομίζει ὅτι εἶναι Μέγας Ἀλέξανδρος καί καυχιέται, ἔτσι κι' αὐτός νομίζει ὅτι εἶναι προοδευτικός καί καυχιέται.
Ἀκοῦμε πολλές φορές τήν φράση, «σπίτι μου». Ποῦ πηγαίνεις, ρωτᾶνε κάποιον, καί ἀπαντάει, «σπίτι μου».
Ἡ φράση ἀποτελεῖται ἀπό δύο μόνο λέξεις. Ἀλλά οἱ δύο αὐτές λέξεις δηλώνουν δύο ἔννοιες τελείως διαφορετικές καί ἄνισες μεταξύ τους. Δηλώνουν μιά ἀξία ἀνίσχυρη καί γι' αὐτό κατεχόμενη, καί μιά ἰδιότητα ἰσχυρή καί γι' αὐτό κατέχουσα. Τό σπίτι εἶναι ἡ κατεχόμενη ἀξία. Βρί­σκεται στήν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου καί τό κάνει ὅ,τι θέλει. Τό πουλάει ἄν θέλει καί τό γκρεμίζει ἄν θέλει.
Ἀντίστοιχα μέ τήν φράση αὐτή λέμε ὅμως καί τό χωράφι μου, τό σακάκι μου, τά χρήματά μου. Ὅλα αὐτά, τό σπίτι, τό χωράφι, τό σακάκι, τά χρήματα, βρίσκονται στήν ἐξουσία μας. Μᾶς εἶναι χρήσιμα, δικά μας εἶναι καί τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως θέλομε. Αὐτά ὅμως δέν μᾶς ὑ­ποκαθιστοῦν. Δικά μας εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού ἐμεῖς εἴμαστε. Δέν εἶναι ἡ κατέχουσα ἰδιότητα, εἶναι κατεχόμενες ἀξίες. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε σπίτι, χωράφι, σακάκι, χρήματα, καί αὐτά δέν εἶναι καί δέν μποροῦν νά εἶναι αὐτό πού ἐμεῖς εἴμαστε. Κατεχόμενες ἀξίες εἶναι καί ἡ διαφορά ἰσχύος μεταξύ τῆς κατεχόμενης ἀξίας καί τῆς κατέχουσας ἰδότητας εἶναι χασματικά ἀξεπέραστη.
Δέν λέμε ὅμως μόνο τό σπίτι μου, ἤ τό σακάκι μου, λέμε καί τά μάτια μου, ἡ καρδιά μου, τό μυαλό μου, λέμε, τό σῶμα μου. Ὅλα αὐτά δικά μας εἶναι, τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως θέλουμε, ἐπειδή βρίσκονται στήν ἐ­ξουσία μας, ἀλλά δέν μποροῦν νά μᾶς ὑποκαταστήσουν. Τά χρησι­μοποιοῦμε ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴμαστε καρδιά, μυαλό, σῶμα. Εἶναι δικά μας ὅλα αὐτά, καρδιά μυαλό σῶμα, ἀλλά ἐξουσιαζόμενες ἀξίες εἶναι. Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ ἐξουσιάζων; Ὅταν τό σῶμα μας ὁλόκληρο καί τό μυαλό μας εἶναι ἀξίες ἐξουσιαζόμενες, ποιός εἶναι ὁ ἐξουσιάζων; Ὅταν λέμε τό σῶμα ΜΟΥ, ποιός εἶναι αὐτός πού ὑποδηλώνεται μέ τόν ὅρο, ΜΟΥ; Ποιός εἶναι αὐτός, πού τό ἐξουσιάζει ὅλο τό σῶμα;
Παράλληλα μέ ὅλα αὐτά πού λέμε ὅτι εἶναι δικά μας, λέμε καί τό πνεῦμα μου. Ἄρα καί τό πνεῦμα εἶναι ἀξία πού ἀνήκει στήν ἐξουσία μας. Ποιός λοιπόν καί τί εἶναι ὁ ἐξουσιάζων;
Ἀναμφίβολα δέν μποροῦμε νά εἰποῦμε, ἐγώ μου. Διότι δέν παράγει νόημα ἡ φράση αὐτή, ἀφοῦ συγχέει τά νοήματα τοῦ ἐξουσιαζόμενου καί τοῦ ἐξουσιάζοντος. Ἄρα οὔτε τό πνεῦμα μας οὔτε καί ὁλόκληρο τό σῶμα μας δέν εἶναι ὁ ἐξουσιαστής. Ὅλα αὐτά ἀνήκουν σ' ἐμᾶς, τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως θέλομε. Ποιά ὅμως ἰδιότητα, ποιός εἶναι αὐτός πού τά χρησιμοποιεῖ; Καί ποιός εἶναι αὐτός πού ὑποδηλώνεται μέ τόν ὅρο: ἐγώ, ὅταν ὅλο τό σῶμα καί τό πνεῦμα εἶναι ἐξουσιαζόμενες ἀξίες;
Τό πνεῦμα μας ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τό σπίτι μας, ὅπως καί τά μάτια μας καί ἡ καρδιά μας ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τό σακάκι μας· ἀλλά ὅλα αὐτά, καί τό σῶμα μας ὁλόκληρο, εἶναι ἐξουσιαζόμενα. Ποιός καί τί εἶναι λοιπόν αὐτός πού τά ἐξουσιάζει; 
Ὅλα αὐτά πού ἔχομε στήν ἐπίγεια ὑπόστασή μας, βεβαίως εἶναι δικά μας. Ἀλλά, μᾶς δόθηκαν καί τά ἔχομε. Μᾶς δόθηκαν ἕτοιμα, καί μάλιστα προσωρινά, καί γι' αὐτό τά χάνομε ὅλα μέ τόν θάνατο. Ἄν ἦταν δικά μας, δέν θά μποροῦσε κανένας νά μᾶς τά πάρει. Ἀδικία στό πεδίο τῆς παντοτινῆς πραγματικότητας δέν εἶναι νοητή. Γιά νά εἶναι δικά μας λοιπόν, αὐτά πού ἔχομε, πρέπει νά εἶναι κατασκεύασμα δικό μας, νά καταχωρηθοῦν στήν ὑπαρξιακή πραγματικότητα καί στό ὑπαρξιακό δίκαιο ὡς ἔργο δικό μας, ὁπότε κανένας δέν μπορεῖ νά μᾶς τά πάρει. Ἄν τό ὑ­παρξιακό δίκαιο δέν εἶχε ἰσχύ ἀπόλυτη, δέν θά τήν ἄντεχε τήν παντο­τινότητα.
Σάν ἀγράμματος, ἀπόφοιτος δημοτικοῦ, καί ὁπισθοδρομικός πού εἶμαι λοιπόν, δικαιοῦμε νά ρωτήσω τούς ἐπιστήμονες, τούς «ὀρθολογιστές» καί ὅλους τούς «προοδευτικούς»: Ποιός εἶναι ὁ ἐξουσιαστής, πού τά ἐξουσιάζει ὅλα τά ἐξουσιαζόμενα; Ὅταν ἡ ἐπίγεια ὀντότητά μας ὁλόκληρη ἐξουσιαζόμενη εἶναι, τί μπορεῖ νά εἶναι αὐτός πού τά λέγει δικά του τά ἐξουσιαζόμενα;
Τήν ἐρώτηση δέν τήν κάνω βέβαια γιά νά τήν ἀφήσω ἀναπάντητη, -ἄν καί ἔχω ἤδη ἀπαντήσει μερικά. Θά περιμένω νά ἀπαντήσουν ὅμως πρώ­τα οἱ «σοφοί» τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Γιά νά εἶναι συγκρίσιμες οἱ γνώσεις. Ἔτσι συγκρίσιμες δέν τίς θέλουν οἱ «προοδευτικοί» τίς γνώσεις; Αὐτοί δέν εἶναι πού καυχῶνται ὅτι ἔχουν γνώσεις, καί ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ὀπισθοδρομικοί, καί «χαμένα ὄντα», ὅπως μᾶς κατηγοροῦν;
«Ἰδοῦ λοιπόν ἡ Ρόδος».
Γιάννης  Μιχαηλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου