Ἡ πλάνη τοῦ Δαρβίνου
Ἡ Δαρβίνια κλιμάκωση τῶν εἰδῶν ὃταν θεωρεῖται ἀπό κάτω, φαίνεται ἀναβατή.
Ὃταν ὃμως θεωρεῖται ἀπό πάνω δέν φαίνεται καταβατή· φαίνεται γκρεμιστική. Γι'
αὐτόν πού τήν βλέπει ἀπό κάτω, εἶναι ἀναβατή, γι' αὐτόν ὃμως πού τήν βλέπει ἀπό
πάνω εἶναι γκρεμιστική. Ἐπειδή λοιπόν ὁ
Δαρβίνος τήν εἶδε ἀπό κάτω, ἀπό θέση
ξεπεσμένη καί ἐξισωμένη μέ τά κατώτερα ζῶα, καί μέ ἐξισωμένη καί τήν ἀντίληψή
του μέ τά κατώτερα ζῶα, δέν μπόρεσε νά διακρίνει τό νόημα τοῦ λόγου της. Δέν
ἀντιλήφθηκε τόν εἰδικό λόγο τῆς κλιμάκωσης, καί τίς διαβαθμίσεις ἀνωτερότητας
καί κατωτερότητας τῶν εἰδῶν τίς περιόρισε στό φωτογραφικό μόνο σχῆμα του
σκελετοῦ τους. Δηλαδή τίς εἶδε ὃπως τήν βλέπουν καί τά κατώτερα ζῶα, ἀφοῦ ἀπό
τήν θέση τῶν κατώτερων ζώων τίς εἶδε κι' αὐτός.
Πῶς
ἀλλιῶς θά ξεγελοῦσε ὃμως τόν ἑαυτό του καί θά τόν ἔπειθε ὅτι ἄν καί ξέπεσε στά
κτηνώδη καί βρίσκεται στόν πάτο τῆς κλίμακας τῶν εἰδῶν, ἀνήκει στό κορυφαῖο εἶδος
της; Ὅτι δηλαδή μπορεῖ νά τήν κατεβαίνει τήν κλίμακα, καί ταυτόχρονα νά
διατηρεῖ τήν ἀνωτερότητα τοῦ εἴδους του; Ἐπειδή ὅμως αὐτά τά συλλογιστικά τεχνάσματα ὄχι
μόνο δέν μποροῦν νά ἔχουν ἀποτέλεσμα, ἀλλά ἀντιθέτως τόν ξεπεσμένο ἄνθρωπο
τόν ἀποξενώνουν περισσότερο ἀπό τίς πνευματικές ἀξίες τῆς κορυφῆς, καί τοῦ ἐπιβάλλουν
ἀντίστοιχη ἠλιθιότητα, τήν κλιμάκωση τῶν εἰδῶν ὁ Δαρβίνος τήν κατανόησε τόσο,
ὅσο μπορεῖ νά τήν κατανοήσει καί τό κάθε ζῶο πού τό εἶδος του ἔχει τήν θέση
του στίς κατώτερες βαθμίδες τῆς κλίμακας. Τήν κατάλαβε τόσο ὅσο τήν καταλαβαίνουν
καί τά σκουλίκια.
Ἐκεῖνοι πού τήν βλέπουν ὅμως ἀπό πάνω, τήν κλιμάκωση τῶν εἰδῶν,
ἔχουν κορυφαία τήν ἀντίληψή τους, ἐπειδή βρίσκονται στήν κορυφή, καί ἀπό τήν
κορυφή πού βρίσκονται τήν βλέπουν γκρεμό ἐπικίνδυνο, τήν Δαρβίνια κλίμακα τῶν
εἰδῶν. Φυλάγονται λοιπόν νά μή πέσουν, καί διατηροῦν τό ἦθος καί τό ὕψος τῆς κορυφαίας
θέσης τους, τήν ἀνθρωπιά τους. Καί λόγο τῆς κορυφαίας θέσης στήν ὁποία
διατηροῦνται, βρίσκονται καί σέ μυστηριακή σχέση μέ τήν ἀνώτερη ὑπαρξιακή
πραγματικότητα, πού βρίσκεται πολύ ψηλότερα ἀπό τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά
ὃταν κάποιος ξεπέσει, ἒστω καί κατά τό ἐλάχιστο στήν κλίμακα τῶν εἰδῶν, λόγω τῆς
ἠλιθιότητας πού τοῦ ἐπιβάλει ὁ ξεπεσμός του, νομίζει ὃτι τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἀνυπέρβλητο ὑπαρξιακά.
Ὃσοι ἂνθρωποι παραμένουν λοιπόν στήν κορυφαία θέση τους, διατηροῦν
ἀντίληψη ἀνθρώπου καί νοητική ἐπαφή μέ τίς ἀνώτερες ὑπερφυσικές ὑπαρξιακές
ἀξίες (Μέ τίς ἀξίες
πού ἦταν ὃταν ὁ φυσικός κόσμος δέν ἦταν, ἀφοῦ ὁ φυσικός κόσμος δέν ἒγινε ἀπό τό
μηδέν, καί γι' αὐτό οἱ προφυσικές ὑπαρξιακές ἀξίες εἶναι καί ὑπερφυσικές). Λόγω τῆς
κορυφαίας θέσης τους λοιπόν διατηροῦν νοητική ἐπαφή μέ τήν ἀπόλυτη γνώση τῆς ὑπαρξιακῆς
ἐλευθερίας, μέ τήν θεία ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δηλαδή, καί φωτιζόμενοι ἀπό
τό φῶς τῆς θειότητάς Του, βλέπουν κίνδυνο πτώσης σέ γκρεμό καί φυλάγονται.
Ὁ Χριστός, φωτίζει ἀκόμα καί αὐτούς πού δέν τό ἄκουσαν τό ὄνομά του. Ἀλλά, ἄν
διατηροῦν τό φυσικό ἠθικό ὕψος τους, καί παραμένουν στήν κορυφή τῆς Δαρβίνιας
κλιμάκωσης τῶν εἰδῶν. Αὐτούς πού διατηροῦν τήν κορυφαία θέση τους στήν
κλίμακα τῶν εἰδῶν, τούς ἀναζητᾶ ὁ Χριστός, ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τόν
χρυσό, καί τούς ἀμοίβει πιό πολύ, ἐπειδή αὐτοί ἀγνοώντας τίς ἀλήθειες πού Αὐτός
δίδαξε, παραμένουν στήν κορυφή τῆς κλίμακας τῶν εἰδῶν, καί διατηροῦν ἦθος καί
ὓψος ἀνθρώπινο· ὑψος πού ὁ Δαρβίνος τό εἶχε χάσει καί γι' αὐτό δέν εἶχε ἀντίληψη
ἱκανή νά διακρίνει τήν πραγματικότητα πού ὑπάρχει πίσω ἀπό τίς ἐπιφάνειες τῆς
ὓλης.
Φωτίζονται λοιπόν καί αὐτοί ἐκ τῶν ἄνω, ἐπειδή παραμένουν στήν κορυφαία
θέση, καί γίνονται ἄξιοι σάν τούς διδαχθέντες τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή αὐτοί
ὁδηγούμενοι ἀπό τήν καλή προαίρεσή τους παραμένουν στό ὕψος τῆς ἀνθρωπιᾶς. Αὐτοί
παραμένοντας ἠθικά στήν κορυφή τῆς κλιμάκωσης τῶν εἰδῶν μέ μόνο ἐφόδιο τήν
δική τους διάθεση, προσελκύουν τήν θεία χάρη καί ἀποκτοῦν τήν νοητική ὀρατότητα,
αὐτήν πού δέν μποροῦν νά τήν ἔχουν οἱ σάν τόν Δαρβίνο ξεπεσμένοι στήν κλίμακα
τῶν εἰδῶν, πού δέν τό καταλαβαίνουν τό κατάντημά τους καί καυχῶνται ὃτι εἶναι
προοδευτικοί, ὃπως καί ὁ τρελός ἐπειδή δέν καταλαβαίνει τό κατάντημά του
καυχιέται ὃτι εἶναι Μέγας.
Ὃσοι δέν φυλάγονται λοιπόν ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ εἰδικοῦ γκρεμοῦ τῆς
Δαρβίνιας κλίμακας, ὅποιοι κι’ ἄν εἶναι, ὅσο πολλά πτυχία σπουδῶν κι’ ἄν ἔχουν,
τήν βλέπουν ἀπό κάτω τήν κλίμακα τῶν εἰδῶν. Καί ἡ ἀντίληψή τους ἐξισώνεται μέ
τήν ἀντίληψη τῶν εἰδῶν πού βρίσκονται στόν πάτο τῆς κλίμακας, μέ τήν ἀντίληψη
τῶν σκουλικιῶν. Παραμένοντας ὅμως στόν πάτο τῆς κλίμακας τῶν εἰδῶν, στό ἐπίπεδο
τῶν σκουλικῶν, ἓρπουν νοητικά. Καί ἐπειδή τό σχῆμα τῆς κλίμακας εἶναι ἀνηφορικό,
ἀναγκαστικά πλέον τά τετράποδα ζῶα πού ἔχουν θέση ψηλότερη ἀπό αὐτά πού ἓρπουν,
τά βλέπουν ἀνώτερα, ἐπειδή τό δεύτερο σκαλί δέν εἶναι δυνατόν νά μή φαίνεται
ψηλότερο ἀπό τό πρῶτο.
Ἀπό τήν θέση τῶν σκουλικιῶν, ὃπου βρίσκονται οἱ ξεπεσμένοι στόν πάτο τῆς
Δαρβίνιας κλίμακας τῶν εἰδῶν, γιά νά ξεγελάσουν τόν ἑαυτό τους, (ἀφοῦ
τήν πραγματικότητα δέν μποροῦν νά τήν ξεγελάσουν), καυχῶνται ὃτι εἶναι προοδευτικοί·
βλέπουν τά τετράποδα ζῶα, πού τό εἶδος τους βρίσκεται σέ λίγο ψηλότερα σκαλιά, ὃτι
δέν ἔχουν ἠθικούς φραγμούς, καί τά θεωροῦν ἐλευθερωμένα. Αὐτός εἶναι λοιπόν καί ὁ λόγος
πού τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ζώων τόν βλέπουν ζηλευτό, καί τόν προτιμοῦν καί
τόν μιμοῦνται. Καί λόγω τῆς ἠλιθιότητας, πού τούς τήν ἐπιβάλλει ἡ μίμηση
τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τῶν ζώων, ἐνῶ ἀναμφίβολα γκρεμίζονται στόν κτηνισμό καί γίνονται
ἀντίστοιχα ἠλίθιοι, αὐτοί καυχώνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί.
Μιμούμενοι λοιπόν τήν διαγωγή τῶν ζώων, περιορίζουν τήν δυνατότητα τῆς ἀντίληψής
τους στίς δυνατότητες ἀντίληψης τοῦ ζώου, πού τήν διαγωγή του μιμοῦνται. Δέν εἶναι
δυνατόν ἡ διαγωγή τους νά κινεῖται στά χαμηλά σκαλιά τῆς Δαρβίνιας κλίμακας,
καί νά ἔχουν ἀντίληψη κορυφαία, ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι πεθαμένοι καί νά
ἔχουν ζωντάνια. Γι’ αὐτό λοιπόν δέν μποροῦν πλέον νά καταλάβουν τίποτα περισσότερο
ἀπό ὅσα καταλαβαίνουν τά ζῶα, πού τήν διαγωγή τους μιμοῦνται. Καί γίνονται ἄσχετοι
μέ τόν φυσικό προορισμό τους, πού εἶναι ἡ ἀναγωγή στήν ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία
ζῶσα παντοτινή πραγματικότητα.
Γι’ αὐτό ἀκοῦμε στήν κοινωνία ἀπλούς καί ἂδολους ἀνθρώπους νά κατηγοροῦν
κάποιους μέ ὀνόματα ζώων. Ἄλλους τούς λένε ἀλεποῦ, ἄλλους γάϊδαρο, ἄλλους
γουρούνι, ἄλλους σκύλο, ἄλλους ὀχιά. Καί γενικά ἀνάλογα μέ τήν κτηνώδη καί ἀπαράδεκτη
διαγωγή τοῦ καθενός, τόν ταυτίζουν μέ τό εἶδος τοῦ κτήνους πού τήν διαγωγή του
μιμεῖται, καί τόν κατηγοροῦν μέ τό ὄνομα ἐκείνου τοῦ κτήνους.
Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, πού ἔτσι κατηγοροῦνται, δέν τόν βλέπουν
τόν ἠθικό γκρεμό, ἐπειδή σάν τόν Δαρβίνο ἒχασαν τό κορυφαῖο ὓψος τους, ξέπεσαν
καί τόν βλέπουν ἀπό κάτω. Ἀπό τήν κορυφή τῆς κλίμακας, πού ἀναγκαστικά τούς τοποθέτησε
ἡ φύση, ἀντί νά στραφοῦν πρός τό ἀπάνω ἀπό αὐτούς εἰδικό ὕψος (μήπως τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό πού πολλαπλᾶ πάσχει εἶναι
τέλειο καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀναβάθμιση;) αὐτοί στράφηκαν πρός τά κάτω.
Προτίμησαν τόν ἠθικό κατήφορο, γιά τόν ἴδιο λόγο πού καί τό χαλασμένο αὐτοκίνητο
προτιμάει τόν ἐδαφικό κατήφορο.
Ἔτσι ὅμως ὂχι μόνο ἀρνήθηκαν τήν διάθεση καί τόν πνευματικό κόπο πού ἀπαιτεῖ
ἡ ἐκκίνηση πρός τόν εἰδικό ἀνήφορο, ἀλλά λόγω αὐτῆς τῆς ἀδιαφορίας τους ἀπέβαλλαν
καί τήν φροντίδα τῆς διατήρησής τους στήν κορυφή τῆς κλίμακας,
ἐκεῖ πού ἡ φύση ἀναγκαστικά τούς τοποθέτησε. Στράφηκαν στόν κατήφορο, ξέπεσαν
εἰδικά, καί ἔχασαν τό φυσικό ἀνθρώπινο ὕψος τους, αὐτό πού ἡ φύση ἀναγκαστικά
τούς τό ἔδωσε καί τό εἶχαν. Καί ξέπεσαν χαμηλά τόσο, ὅλοι ὅσοι καυχώνται σήμερα
ὅτι εἶναι προοδευτικοί, ὅσο χαμηλά βρίσκεται τό εἶδος τοῦ ζώου πού τήν διαγωγή
του μιμοῦνται. Χωρίς τήν στροφή πρόν τόν ἀπάνω ἀπό τήν κορυφή τῆς Δαρβίνιας
κλίμακας εἰδικό ἀνήφορο, ἀφοῦ τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι
τέλειο, καί μιά ἀνώτερη τελειότητα εἶναι κατανοητή, δέν εἶναι δυνατή ἡ παραμονή
τοῦ ἀνθρώπου στό κορυφαίο ὓψος τοῦ εἲδους του, ἐπειδή ἡ παραμονή του ἐκεῖ
παράγει στασιμότητα, ἐνῶ ὁ φυσικός κόσμος εἶναι κόσμος τῆς προόδου, καί ὃ,τι
δέν προοδεύει τό παραλαμβάνει ἡ ἀδράνεια καί τό παραδίδει στήν νέκρωση.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό κορυφαῖο εἶδος ἀπάνω στήν γῆ. Βεβαίως. Αὐτό δέν σημαίνει
ὅμως ὅτι ἡ ὀντότητά του εἶναι τέλεια, ἀφοῦ πάσχει πολλαπλᾶ καί τελικά πεθαίνει,
ὅπως πεθαίνουν καί ὅλα τά κατώτερα καί ἀνώτερα ζῶα. Καί μάλιστα εἶναι καί πιό
εὐπαθής ἀπό τά ζῶα, ἀφοῦ ἐκεῖ πού ἐκεἰνα ἀντέχουν, αὐτός δέν ἀντέχει καί
πάσχει καί πεθαίνει. Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ ἀνωτερότητα τοῦ εἴδους τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν
τό κριτήριο τῆς ἀνωτερότητας περιορισθεῖ στό σωματικό εἶδος καί στό σχῆμα
τοῦ σκελετοῦ;
Γιά νά ἀναβαθμισθεῖ ἡ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νά στραφεῖ πρός τό ἀπάνω
ἀπό αὐτόν ἂγνωστο ὑπαρξιακό ὕψος, καί νά μήν ἱκανοποιεῖται μέ τό γνωστό,
πού ἀναγκαστικά τό ἒχει στόν ἐπίγειο κόσμο. Ποτέ δέν εἶναι δυνατό νά σημειωθεῖ
κάποια πρόοδος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἱκανοποιεῖται καί ἀρκεῖται σ' αὐτό πού ξέρει καί
εἶναι καί ἔχει, καί δέν στρέφεται πρός τό ἄγνωστο. Πρέπει στό ἄγνωστο, νά ἀναζητήσει
τήν ἀναγωγή τῆς ὀντότητάς του, γιά νά τήν κάνει ἀνώτερη ἀπό τήν γνωστή. Ἀλλά
ἐνῶ τήν στό ἂγνωστο ἀναζήτηση τῆς ἀνωτερότητας τήν ἀναγνωρίζει στά εἲδη τῶν
ζώων, μέ τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, τήν ἀρνεῖται ὃμως στόν ἑαυτό του.
Δηλαδή τόν ἑαυτό του τόν κατηγορεῖ ἀνάξιο γιά τό ἒργο τῆς ἐξέλιξης, πού ἀναγνωρίζει
ὃτι μέ ἐπιτυχία τό ξεκίνησαν τά σκουλίκια καί τό ὁλοκλήρωσαν τά ζῶα.
Ἡ ἀναγκαστική ἀναγωγή (ὂχι ἐξέλιξη) τοῦ εἲδους, πού ἡ φύση μέ προσθῆκες ἐπέβαλε στά εἴδη
τῶν ζώων, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ στό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου. Διότι προορισμός
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ζῶσα ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία παντοτινότητα, ἀλλά ἐλευθερία
καί ἀρμονία ἀναγκαστική δέν γίνεται. Μέ ἀπολύτως ἐλεύθερη θέληση καί προσωπική
πορεία πρέπει νά κινηθεῖ πρός τήν πρόσκτηση ζῶσας ἐλευθερίας καί ἁρμονίας ὁ ἄνθρωπος.
Πιστεύουν λοιπόν, οἱ καυχώμενοι ὅτι εἶναι προοδευτικοί, ὅτι τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου
προῆλθε ἀπό μακρά ἐξελικτική προσαρμογή, καί δέχονται ὅτι μέ ἐξέλιξη τά
κατώτερα ζῶα διαμόρφωσαν εἰδικές ἀνωτερότητες, πού ὅμως δέν τίς ἤξεραν προτοῦ
ἐξελιχθοῦν, καί ἔγιναν εἶδος πού δέν ὑπῆρχε μέχρι τότε καί ἦταν ἂγνωστο. Ἄν τά
ζῶα τίς ἀνωτερότητες πρός τίς ὁποίες ἐξελίχθηκαν τίς ἤξεραν προτοῦ ἐξελιχθοῦν,
ἄν ὁ πίθηκος, πού λένε ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος ἤξερε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, θά τοῦ ἦταν
γνωστό τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου καί δέν θά ἦταν ἒργο ἐξέλιξης τοῦ πιθήκου ἐκείνου.
Κι' ἄν ὑπῆρχαν καί ἄλλα ζῶα πού ἢξεραν τό εἶδος πρός τό ὁποῖο ἐξελίχθηκαν, ἄρα
δέν ἐξελίχθηκαν σέ εἶδος πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλά σέ εἶδος πού ἦταν γνωστό, καί ὑπαρκτό.
Ἄν ἐξελίχθηκαν λοιπόν τά εἴδη τῶν κατώτερων ζώων καί ἔγιναν εἶδη ἀνώτερα,
καί ἔγιναν εἶδος πού δέν ὑπῆρχε μέχρι τότε ἀλλά τό διέπλασαν τά κατώτερα ζῶα
μέ τήν ἐξέλιξή τους, τήν ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ἐξέλιξης γιατί τήν ἀρνοῦνται,
γιατί δέν τήν ἐφαρμόζουν καί στόν ἑαυτό τους, οἱ Δαρβινιστές; Δέν χρειάζεται ἐξέλιξη
ἡ δική τους ὑπόσταση, πού πολλαπλᾶ πάσχει; Μήπως τήν θεωροῦν ἔργο κατώτερο γιά
τόν ἄνθρωπο, τήν ἐξέλιξη, ἔργο πού πρέπει νά τό κάνουν μόνο τά κατώτερα ζῶα, ὁπότε
τόν ἑαυτό τους τόν κρίνουν ἀνάξιο γιά τό ἔργο πού μέ ἐπιτυχία τό ἒκαναν τά
κατώτερα ζῶα; Πῶς ὅμως νά μήν αἰσθάνονται ἀνάξιοι, καί νά μήν εἶναι καί ἠλίθιοι,
ὃλοι αὐτοί πού σήμερα καυχῶνται ὃτι εἶναι προοδευτικοί, ὅταν πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνωτερότητα
τοῦ εἴδους τους εἶναι μέν ἔργο ἐξέλιξης, ἀλλά προορισμός τοῦ ἐξελιγμένου εἶδους
τους εἶναι νά πεθάνει, νά μηδενισθεῖ καί νά μήν ὑπάρχει;
Ἄς δεχθοῦμε ὅμως πώς, ὅπως λέγει ὁ Δαρβίνος, ὁ πίθηκος ἐξελίχθηκε καί ἔγινε
ἄνθρωπος. Σέ ποιά κατεύθυνση ἐξελίχθηκε ὁ πίθηκος αὐτός; Σέ γνωστή ἤ σέ ἄγνωστη
κατεύθυνση ἐξελίχθηκε; Ἄν τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν γνωστό σ' αὐτόν τόν πίθηκο
πρίν τήν ἐξέλιξή του, καί πρός αὐτό τό γνωστό του εἶδος ἐξελίχθηκε, σημαίνει ὅτι
τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου προϋπῆρχε καί δέν προῆλθε ἀπό τήν ἐξέλιξη ἐκείνου τοῦ πιθήκου.
Ἄν ὅμως τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἄγνωστο, σ' αὐτόν τόν πίθηκο, καί
πρός αὐτό τό ἄγνωστο εἶδος ἐξελίχθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιατί λοιπόν αὐτοί
πού πιστεύουν στήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου, δέν στρέφονται πρός τήν ἄγνωστη, ἀλλά
κατανοητή στόν ἄνθρωπο εἰδική ὑπαρξιακή τελειότητα καί ἀνωτερότητα; Εἶναι
μήπως ἡ ὀντότητά τους τέλεια καί δέν χρειάζεται ἄλλη βελτίωση; Γιατί ἀντί τῆς ἐξέλιξής
τους πρός τό ἂγνωστο ἀλλά τελειότερο καί ἀνώτερο εἶδος, αὐτοί ἀγωνίζονται νά ἑδραιωθοῦν
καί νά μείνουν στάσιμοι στό γνωστό εἶδος τους, καυχώμενοι ὃμως ὃτι εἶναι
προοδευτικοί, ἀλλά δέχονται ὡς προορισμό τῆς ζωῆς τους τόν διά τοῦ θανάτου
μηδενισμό της;
Ἄν ἡ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν δρομολογήθηκε ἀπό τά σκουλίκια καί ἔφτασε μέχρι
τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ὁ πίθηκος πού δέν ἔχει νοητική δυνατότητα κατόρθωσε
νά ἐξελιχθεῖ καί νά γίνει ἄνθρωπος, ὁ νοήμων ἄνθρωπος τί ἔκανε γιά νά προωθήσει
τήν σκυτάλη τῆς ἐξέλιξης πού παρέλαβε; Γιατί προτιμᾶ νά παραμένει στό εἶδος,
πού, ὅπως λέγει ὁ Δαρβίνος, τοῦ τό κατασκεύασε ὁ πίθηκος; Ἤ μήπως
ὡς ἐξέλιξή του θεωρεῖ τήν τεχνολογία του, πού μέ αὐτήν καταστρέφει τό περιβάλλον
τῆς ζωῆς του, καί μέλλει νά καταστρέψει καί ὁλόκληρο τόν πλανήτη μας; Γιατί
τήν πρόδωσε τήν νοητική του δυνατότητα, ἀλλά καί τήν διάταξη τῆς ἐξέλιξης, πού λέγει
ὃτι πιστεύει;
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, πού καυχιέται ὅτι εἶναι προοδευτικός καί ὀρθολογιστής,
δέν ξέρει λοιπόν τί λέει, τί πιστεύει, καί τί κάνει. Πάσχει ἀπό θελημένη καί ἀνεπίτρεπτη
νοητική σύγχυση, πού μεταφράζεται ὃμως σέ ἠλιθιότητα. Καί λόγω αὐτῆς του τῆς
ἠλιθιότητας εἶναι καί ἱκανοποιημένος μέ τό εἶδος πού ἀναγκαστικά τοῦ τό ἔδωσε ἡ
φύση, ἐνῶ ἡ πρόοδος ἀπαιτεῖ τήν μή ἱκανοποίηση ἀπό τό γνωστό καί τήν ἀναζήτηση
ἂλλης ἂγνωστης ἀνωτερότητας. Καί ἐνῶ πιστεύει ὅτι τό εἶδος του εἶναι ἐπινοημένο
καί κατασκευασμένο ἀπό τόν πίθηκο, καί τό βλέπει νά πάσχει πολλαπλᾶ, ἐπιθυμεῖ
ὃμως ὂχι μόνο νά παραμείνει ἀλλά καί νά ἑδραιωθεῖ σ'αὐτό τό εἶδος.
Πιστεύει στήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, ἀλλά τήν ἐφαρμογή της στόν ἑαυτό
του τήν ἀρνεῖται. Καί ἐπιθυμεῖ νά μένει στάσιμος στό γνωστό εἶδος
του, σ’ αὐτό πού εἴτε ὁ πίθηκος τοῦ τό ἔφτιαξε εἴτε ἡ φύση ἀναγκαστικά τοῦ τό ἔδωσε
καί τό ἒχει, ὃμως δέν ἔχει ὀντολογική τελειότητα καί δέν εἶναι καί δικό του. Ἄν
ἦταν δικό του δέν θά τό ἒχανε μέ τόν θάνατο. Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ μέ τήν πρόοδο
σχέση τοῦ ἀνθρώπου, πού σήμερα καυχιέται ὅτι εἶναι προοδευτικός, ὃταν τήν ἐφαρμογή
τῆς ἐξέλιξης, πού δέχεται, τήν ἀρνεῖται στόν ἑαυτό του, καί ἐμᾶς πού
διαβλέπομε δυνατότητα νέας προόδου πρός ἀνώτερο εἶδος ζωῆς, καί πρός αὐτό κατευθυνόμαστε,
ὃπως ἒκαναν ὃλα τά εἲδη πού προώθησαν τήν σκυτάλη τῆς ἐξέλιξης, ὃπως αὐτοί
λένε, μᾶς κατηγορεῖ ὄχι μόνο στάσιμους ἀλλά καί ὁπισθοδρομικούς; Ἐνῶ αὐτός εἶναι
ὁ ἀναμφίβολα στάσιμος, ἀφοῦ ἀγωνίζεται νά ἑδραιωθεῖ στό εἶδος πού πιστεύει ὃτι
ὁ πίθηκος τοῦ τό ἔφτιαξε; Αὐτός λοιπόν ὃταν καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευτικός,
δέν δηλώνει ἠλιθιότητα;
Ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο -καί
μόνο γιά τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή μόνο αὐτός ἔχει ὑπαρξιακό προορισμό- ὁ ἐπίγειος κόσμος εἶναι κόσμος
τοῦ γίνεσθαι, δηλαδή κόσμος προόδου, καί πρέπει νά προοδεύει γιά νά μή μείνει
στάσιμος στό γνωστό πλέον ἐπίγειο εἶδος του, αὐτός καυχιέται ὃτι εἶναι
προοδευτικός, καί τό εἶδος του τό θεωρεῖ ὄχι μόνο ἀνυπέρβλητο, ἀλλά καί
προορισμένο νά πεθάνει καί νά μηδενισθεῖ. Δέν εἶναι λοιπόν ἀπόλυτα ἠλίθιος;
Στόν κόσμο τῆς προόδου, τόν ἐπίγειο, ἡ στασιμότητα εἶναι ἀνεπίτρεπτη. Γίνεται
ἀρχή πτώσης στήν ἀδράνεια πρῶτα καί μετά στήν νέκρωση. Ἀλλά αὐτός, ὁ
καυχώμενος ὃτι εἶναι προοδευτικός, τόν ξεπεσμό του στήν στασιμότητα τῆς αἰσθησιακῆς
του ὑπόστασης τήν θεωρεῖ πρόοδο καί καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευτικός. Δέν εἶναι
λοιπόν ἠλίθιος;
Τόσο ἠλίθιος ἔγινε καί εἶναι σήμερα αὐτός πού καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευτικός,
καί ἐνῶ ταυτίζεται μέ τά ζῶα καί δέχεται ὅτι τό εἶδος του εἶναι παράγωγο ἐξελικτικῆς
διαδρομῆς πού τήν δρομολόγησε ἡ ἱκανότητα τῶν σκουλικιῶν, καί τήν προώθησαν
τά εἲδη τῶν ζῶων, καί ὅτι αὐτός ὄχι μόνο δέν θά ἐξελιχθεῖ ἀλλά θά πεθάνει
καί ἡ ὀντότητά του θά μηδενισθεῖ, ἀντί νά ντρέπεται γι’ αὐτές τίς σαχλές ἰδέες
του, καυχιέται ὅτι εἶναι προοδευτικός καί ὀρθολογιστής. Ποιά εἶναι ἡ
διαφορά του ἀπό τόν τρελό πού καυχιέται ὃτι εἶναι μέγας;
Ἐκεῖνοι πού σήμερα καυχῶνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, ἔχουν
ξεπέσει λοιπόν τόσο πολύ χαμηλά στήν κλίμακα τῶν εἰδῶν, πού ἡ ἀντίληψή τους εἶναι
κατώτερη καί ἀπό τά κτήνη. Τό βεβαιώνει μέ τρόπο ἀναντίρρητο ἡ σημερινή θλιβερή,
φρικιαστική μᾶλλον, κατάσταση τῆς παγκόσμιας κοινωνίας, πού κυριαρχήθηκε ἀπό ἄκρατο
κτηνισμό καί ἒγινε ζοῦγκλα. Αὐτοί πού σήμερα καυχώνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί,
δέν ἔχουν ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας, καί γι' αὐτό δέν ἔχουν οὔτε αἰσθήματα
οὔτε ἐνδιαφέροντα ἀνθρώπινα. Καί ὅπως ὁ τρελός ἐνῶ εἶναι ἀξιολύπητος
καυχιέται ὅτι εἶναι μέγας, ἔτσι καί αὐτοί ἐνῶ εἶναι κτηνισμένοι
καυχώνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί.
Τόν χειρότερο ξεπεσμό δέν τόν ἔχουν ὅμως αὐτοί. Τόν ἔχουν οἱ καθηγητές,
πού, μέ τήν θεωρία τῆς Δαρβίνιας ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, διδάσκουν γνήσιο κτηνισμό
στά σχολεῖα. Καί τήν διδάσκουν ὄχι σάν γνώμη τοῦ Δαρβίνου, ἀλλά σάν γνώση ἐπιστημονική
καί ἀνώτερη καί ἀνυπέρβλητη. Τήν ἕρπουσα στόν πάτο τῆς κλιμάκωσης τῶν εἰδῶν
γνώμη τοῦ Δαρβίνου, τήν προήγαγαν σέ γνώση καί τήν διδάσκουν. Καί τήν διδάσκουν
ὄχι ἐπειδή τήν πιστεύουν, ἀφοῦ δέν κάνουν τίποτα γιά νά τήν ἐφαρμόσουν καί
στόν ἑαυτό τους καί νά ἐξελιχθοῦν, ἀλλά ἀντίθετα δέχονται ὃτι θά πεθάνουν καί
θά μηδενισθοῦν. Τήν διδάσκουν ὃμως, ἐπειδή νομίζουν ὅτι μέ αὐτή τήν θεωρία (ὂχι
γνώση, θεωρία) θά μπορέσουν νά καταργήσουν τήν Ἁγία Γραφή καί τόν Θεό. Θέλουν δέ νά
τόν καταργήσουν τόν Θεό, ἐπειδή ἡ θεία διδασκαλία μετράει μέ ἀκρίβεια τόν
κτηνισμό τους, ὃπως τό θερμόμετρο μετράει τόν πυρετό τοῦ ἂρρωστου. Πάσχουν
δηλαδή ἀπό τή ἠλιθιότητα τοῦ ἄρρωστου, πού θέλει νά καταργήσει τό θερμόμετρο, ἐπειδή
τοῦ μετράει τόν πυρετό του.
Αὐτοί λοιπόν οἱ ἐξισωμένοι μέ τά κτήνη, καί γι’ αὐτό νοητικά πεθαμένοι, πού καυχῶνται ὃτι εἶναι
προοδευτικοί, μέ φασιστικό τρόπο τήν διδσκαλία τους τήν ἔκαναν ὑποχρεωτική, μέ
νόμο, ἐπειδή πλειοψηφοῦν στήν βουλή, καί πείθουν τά παιδιά μας ὃτι εἶναι
πιθηκόπουλα, μέ ἐπίκτητη μορφή ἀνθρώπου· καί τήν κοινωνία τήν μετάτρεψαν σέ ζοῦγκλα.
Ὁ λόγος τους κατευθύνεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τους νά κακουργοῦν, καί νά μή αἰσθάνονται
ἔνοχοι. Γιά
ποιόν ἄλλο λόγο θέλουν νά μήν ὑπάρχει Θεός, ἄν ὄχι γιά νά ἐλευθερώσουν τήν κακοῦργα
διάθεσή τους; Ποιό εἶναι τό κακό καί ἀπαράδεκτο πού διδάσκει ἢ ἀπαιτεῖ ὁ θεός,
γιατί δέν μᾶς τό λἐνε, ἀλλά μέ τό σπαθί τοῦ νόμου θέλουν νά τόν καταργήσουν, ἂν
ὂχι γιά νά κακουργοῦν χωρίς ἐνδοιασμούς;
Κλείνουν λοιπόν τά πνευματικά τους μάτια, ὃλοι αὐτοί πού σήμερα καυχῶνται
ὃτι εἶναι προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, καί ἀνοίγουν τά ὑλικά, τά μάτια πού
τούς ἐξισώνουν ὃμως μέ τά ζῶα, ἀφοῦ ἴδια μάτια ἔχουν καί τά ζῶα. Καί εἶναι μάτια
πού δέν ἔχουν νοητική ὀρατότητα. Γι’ αὐτό τά παιδιά παθαίνουν αὐτό πού παθαίνει
καί τό σταθμευμένο σέ ἐπικλινές ἔδαφος ὄχημα, ὅταν τοῦ λύσουν τό φρένο του.
Λύνει τό φρένο τῆς σκέψης τῶν παιδιῶν, ἡ σημερινή παιδεία, χωρίς νά τά ἒχει
μάθει νά ὁδηγοῦν τόν ἑαυτό τους, ὃπως ἒχει ὑποχρέωση, καί κατρακυλοῦν στόν
κατήφορο τῆς φαντασίας καί τοῦ κτηνισμοῦ, καί δέν ἀντιλαμβάνονται πλέον τό
νόημα τοῦ ἠθικοῦ γκρεμοῦ, πού τόν συνιστᾶ ἡ Δαρβίνια κλιμάκωση τῶν εἰδῶν.
Γκρεμίζονται καί τό γκρέμισμα τό θεωροῦν κατόρθωμα. Καί καυχώνται ὅτι εἶναι
καί προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, προφανῶς γιά νά τήν ἐπιβεβαιώσουν συγχρονισμένη
τήν ἠλιθιότητά τους. Γι' αὐτό ἡ παγκόσμια κοινωνία ἒγινε παγκόσμια ζοῦγκλα.
Διαφαίνεται λοιπόν ἡ διάταξη τῆς μεθόδευσης, μέ τήν ὁποία ἡ φύση ἐπέβαλε
τήν κλιμάκωση τῶν εἰδῶν, στήν γῆ: Κάθε βῆμα τῆς φυσικῆς προόδου ἔγινε συστηματικά,
δηλαδή ἀναγκαστικά, ἀφοῦ ἔγινε ὂχι μέ ἐξέλιξη, ἀλλά μέ ἀντιστροφή τῶν
ὅρων φορᾶς καί προόδου. Γιά νά ἐξελιχθεῖ ἕνα εἶδος, πρέπει νά διαπλάσει ἀνωτερότητα
ἐπί τῆς κατωτερότητας, καί νά τό περιέχει τό ὕψος τῆς κατωτερότητας πού μέ ὑπέρβαση
τό ξεπέρασε, ὅπως καί ὁ ὄροφος πού ἀποτελεῖ τήν ὑπέρβαση τοῦ εἰσογείου τό
περιέχει τό ὕψος τοῦ εἰσογείου. Ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρχει ὄροφος χωρίς
νά ὑψώνεται πάνω σέ εἰσόγειο, ἔτσι καί ἡ ἀπό ἐξέλιξη προερχόμενη ἀνωτερότητα
δέν μπορεῖ νά μή περιέχει τήν κατωτερότητα τοῦ εἲδους, ἐπί τοῦ ὁποίου διαμορφώθηκε.
Ἂν δέν τό περιέχει τό ὓψος τοῦ εἲδους πού τό ξεπέρασε καί δέν ὑψώνεται πάνω σ'
αὐτό, ὃπως ὁ ὃροφος ὑψώνεται πάνω στό εἰσόγειο, ὂχι μόνο παραμένει στάσιμο, ἀλλά
χάνει τό γνώρισμα τοῦ ἐξελιγμένου καί ἀνώτερου,
ὃπως ὁ ὂροφος πού δέν ὑψώνεται πάνω σέ εἰσόγειο, χάνει τό γνώρισμα τοῦ ὀρόφου,.
Ὑπάρχει λοιπόν κανένα τέτοιο φαινόμενο, καμμιά τέτοια διάταξη στήν ἐπίγεια
φυσική πρόοδο; Λένε οἱ ἐξελικτές ὃτι ἡ ζωή βγῆκε στήν γῆ ἀπό τήν θάλασσα. Ὁ ἂνθρωπος,
πού εἶναι κορυφαίο εἶδος στήν κλίμακα τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, γιατί πνίγεται
καί πεθαίνει στήν θάλασσα; Μέ ποιά συλλογιστική μπορεῖ λοιπόν νά θεωρηθεῖ ὃτι
προέρχεται ἀπό ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν πού βγήκαν ἀπό τήν θάλασσα, ὃταν δέν περιέχει
τίς δυνατότητες πού ἒχουν τά θαλασσινά ζῶα; Ὃπως καί ὁ ὃροφος μέ ποιά συλλογιστική
μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὂροφος, ὃταν δέν ὑψώνεται πάνω σέ εἰσόγειο;
Πῶς ἔγινε ἀνώτερο τό στεριανό εἶδος, ἀφοῦ ἀκόμα καί ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι
τό κορυφαῖο εἶδος στήν κλίμακα τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, πνίγεται στήν θάλασσα
καί πεθαίνει; Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ὀρόφου χρησιμοποιεῖ μέ τήν ἴδια εὐκολία καί τό ἰσόγειο.
Ἡ ζωή πού βγῆκε ἀπό τήν θάλασσα στήν στεριά, γιατί δέν μπορεῖ νά ζήσει καί τήν
θάλασσα; Βγαίνοντας ἀπό τήν θάλασσα στήν στεριά, ἀντί νά γίνει ἀνώτερη, ἔγινε κατώτερη;
Ὃταν τό ζῶο πού ζοῦσε στήν θάλασσα ἐξελίχθηκε καί ἒγινε στεριανό, ἀλλά τό ἐξελιγμένο
εἶδος του πεθαίνει στήν θάλασσα, ποιά εἶναι
ἡ ἐξέλιξη;
Ἀλλά κι’ ἄν πραγματικά ἡ ζωή ἒχει βγεῖ στήν στεριά ἀπό τήν θάλασσα, ὅπως
λένε οἱ ὀπαδοί τῆς θεωρίας αὐτῆς, καί πάλι ἡ πρόοδος δέν ἒγινε μέ ἐξέλιξη, ἀλλά
μέ πλήρη ἀντιστροφή τῶν ὅρων φορᾶς καί προόδου. Διότι, ἐνῶ τά θαλασσινά ζῶα
πού ζοῦν ἄνετα στήν θάλασσα, πεθαίνουν στήν στεριά, τά προελθόντα ἀπό τήν
θάλασσα εἴδη ζοῦν ἄνεται στήν στεριά, πεθαίνουν στήν θάλασσα. Ἒχομε λοιπόν
πλήρη ἀντιστροφή τῶν ὃρων. Ἄρα, κι' ἂν κόμα ἡ ζωή ἀπό τήν θάλασσα βγῆκε στήν
στεριά, ἡ πρόοδος δέν ἒγινε μέ ἐξέλιξη ἀλλά μέ ἀντιστροφή τῶν ὃρων. Γιά νά μήν ἀντιστραφοῦν
οἱ ὃροι, τά ζῶα πού εἶναι ἀπόγονοι αὐτῶν πού βγῆκαν ἀπό τήν θάλασσα στήν
στεριά, πρέπει νά ζοῦν ἂνετα στήν θάλασσα καί στήν στεριά. Ὃμως κάτι τέτοιο
δέν συμβαίνει.
Χωρίς τήν ἀντιστροφή τῶν ὃρων προόδου, τό ἀποτέλεσμα θά ἦταν ἀνάπτυξη τοῦ
ἐγνωσμένου εἲδους, καί ὂχι ἐξέλιξη σέ ἂλλο ἂγνωστο εἶδος. Χωρίς τήν ἀνατιστροφή
τῶν ὃρων, ἡ ἐξελιξη θά ἀπέδιδε μεγαλύτερα μεγέθη τοῦ ἐγνωσμένου εἲδους. Ἡ
θερμότητα μέ ἐξέλιξη θά ἀπέδιδε μεγαλύτερα μεγέθη θερμότητας. Συνεπῶς, γιά νά
σημειωθεῖ ἐξέλιξη, πρέπει νά ἀντιστραφοῦν οἱ ὃροι καί τό ἀποτέλεσμα τῆς
προόδου νά ἀποδώσει ἂλλο εἶδος, ὃπως ἒγινε κατά τήν κοσμογονία καί τήν
θερμότητα τήν διαδέχθηκε τό ψῦχος. Ἒτσι ἒγινε καί ἡ ἀναγωγή ὃλων τῶν εἰδῶν, μέ
πλήρη ἀντιστροφή τῶν ὃρων. Ὃταν ὃμως ἡ ἀναγωγή τῶν εἰδῶν γίνεται μέ ἀντιστροφή
τῶν ὃρων προόδου, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἐξέλιξη καί νά ἒχει σοβαρότητα ὁ
λόγος μας. Συνεπῶς αὐτοί πού σήμερα διδάσκουν τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν,
δέν τήν ἒχουν ἐλεύθερη τήν σκέψη τους. Τήν ἒχουν παγιδευμένη στόν ἀντιχριστισμό
τους, καί γι' αὐτό εἶναι ἂσχετοι μέ τήν πραγματικότητα.
Τά ζῶα τῆς στεριᾶς προέρχονται ἀπό δημιουργία καί ὂχι ἀπό ἐξέλιξη τῶν
θαλασσινῶν. Διότι ἡ ἐξέλιξη προϋποθέτει ἀνάπτυξη καί ὄχι ἄρνησή τῆς ἀφετηρίας
της. Ἄν προέρχονταν ἀπό ἐξέλιξη τῶν θαλασσινῶν τά χερσαῖα ζῶα, ὅπως ὁ ὄροφος
περιέχει τό ὕψος τοῦ εἰσογείου θά περιεῖχαν τίς δυνατότητες τῶν θαλασσινῶν
καί δέν θά πέθαιναν στήν θάλασσα.
Ἡ πρόοδος ὃμως πού γίνεται μέ ἀντιστροφή τῶν ὅρων καί ὄχι μέ ἐξέλιξη, δημιουργεῖ
ἀνωτερότητα, ὂχι μόνο ἂγνωστη ἀλλά καί ἀντίθετη πρός τό γνωστό εἶδος πού ξεπεράσθηκε,
δημιουργεῖ ἄλλο, νέο καί ἂγνωστο εἶδος. Ὃπως κατά τήν κοσμογονία στήν
θερμότητα τῆς πύρινης ὓλης προστέθηκε τό ψύχος, πού ὄχι μόνο δέν εἶναι ἐξέλιξη
τῆς θερμότητας, ἀλλά εἶναι καί ἰδίωμα ἂκρως ἀντίθετο πρός τήν θερμότητα, καί ἡ
θερμότητα δέν μπορεῖ οὒτε νά τό προσλάβει. Τό ψύχος ὃμως τήν περιέχει τήν
θερμότητα, ὃπως ὁ ὂροφος περιέχει τό ὑψος τοῦ εἰσογείου, ἀφοῦ τά ψυχρά εἲδη ἀναφλέγονται.
Βεβαίως πρῶτα δημιουργήθηκαν τά ὑδρόβεια ζῶα, τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή· ἀλλά τά
στεριανά ζῶα δέν προῆλθαν ἀπό ἐξέλιξη τῶν θαλασσινῶν. Ἄν τά ζῶα τῆς στεριᾶς
προέρχονταν ἀπό ἐξέλιξη τῶν θαλασσινῶν, ἡ γνώση τῆς ἐπιβίωσης στήν θάλασσα θά ἦταν
γνώση κληροδοτημένη στούς ἀπογόνους, καί τά στεριανά ζῶα δέν θά πέθαιναν στήν
θάλασσα. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ. Τό λέγει ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν; Λέγει ὅτι
τά ἀποτελέσματα τῆς μακρᾶς ἐξελικτικῆς προσαρμωγῆς κληροδοτοῦνται στούς ἀπογόνους.
Πῶς κληροδοτοῦνται λοιπόν, ὅταν τό ἐπίτευγμα τῆς ἐξέλιξης χάνει τίς
δυνατότητες πού εἶχε τό προηγούμενο εἶδος, καί τό στεριανό ζῶο πού εἶναι ἐξέλιξη
τοῦ θαλασσινοῦ δέν μπορεῖ νά ζήσει στήν θάλασσα;
Τό φυτό γιά νά ἐξελιχθεῖ καί νά γίνει ζῶο, πρέπει νά περπατήσει· ἀλλά γιά
νά περπατήσει πρέπει νά ξεριζωθεῖ. Ὅταν ὅμως ξεριζωθεῖ, ἀντί νά γίνει ζῶο «πεθαίνει». Ὃπως καί τό ψάρι στήν στεριά ἀντί νά γίνει στεριανό, πεθαίνει. Αὐτή ἡ
πραγματικότητα, δηλαδή ἡ ἀδυναμία γιά μιά θελημένη καί εὐθεία ἐξέλιξη, ἰσχύει
καί διέπει ὅλα τά φυσικά εἴδη, ἐκτός ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἐκ-τός ἀ-πό
τόν ἄν-θρω-πο. Διότι στό ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστρέφονται
πλέον καί οἱ ὅροι προόδου καί καταργεῖται ἡ διάταξη τῆς μέ ἀντιστροφή τῶν ὃρων προόδου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος νά ἐνταχθεῖ στήν ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία ζῶσα
παντοτινότητα, χωρίς νά ἀποβάλλει τόν προηγούμενο ἑαυτό του. Διότι τό ἐπόμενο
εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, τό ὑπαρξιακό, δέν θά εἶναι ἂγνωστο καί ἀντίθετο τοῦ
προηγούμενου ἐπίγειου, ἀλλά θά εἶναι ἔργο του. Θά εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἒργων τῆς
ἐπίγειας ζωῆς του. Καί μόνο μέ θελημένη καί ἒλεύθερη πορεία μπορεῖ νά κινηθεῖ
πρός αὐτή τήν κατεύθυνση καί νά ἐπιτύχει τήν ὄντωσή του, ὁ ἄνθρωπος, γιά νά
τήν ἔχει θελημένη ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὄχι ἀναγκαστική, τήν παντοτινή ὀντότητά
του, ἐπειδή ἡ ἀναγκαστικά ὑπάρχουσα ὀντότητα εἶναι ἀνεπίδεκτη ἐλευθερίας.
Ἀλλά οἱ πιστοί τῆς θεωρίας τῆς ἐξέλιξης τῶν εἴδῶν, ἀντιθέτως, ἐξέλιξη τέτοια
ἀναγνωρίζουν σέ ὅλα τά εἴδη, καί τήν καταργοῦν στό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ἀναγνωρίζουν
δηλαδή ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει καί τήν καταργοῦν ἐκεῖ πού ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση
τῆς ἀναγωγῆς. Τόν ἄνθρωπο τόν θεωροῦν προορισμένο ὄχι νά ἐξελιχθεῖ καί νά
γίνει ἀνώτερο καί παντοτινό εἶδος, ἀλλά νά καταργηθεῖ διά τοῦ θανάτου καί νά
μηδενισθεῖ. Δηλαδή στήν πρώτη πλάνη τους προσθέτουν καί δεύτερη. Ἀλλά ὃταν ἡ
ρίζα εἶναι πλάνη, πλάνη θά εἶναι καί ὁ καρπός της, ὁπως σάπιος γίνται καί τῆς
σάπιας ρίζας ὁ καρπός.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος νά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία
παντοτινότητα, καί γι' αὐτό δέν θά καταργηθεῖ τό ποιόν τῆς ἐπίγειας διαγωγῆς
του, αὐτό πού ὁ ἴδιος τό διαμορφώνει, καί εἶναι θελημένο, καί ἐπειδή εἶναι
θελημένο εἶναι καί δεκτικό ἐλευθερίας, καί μέ αὐτό θά ἐνταχθεῖ. Ἀπό τό ἀνεπίδεκτο
ἐλευθερίας ὑλιγενές ἐπίγειο σωματικό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό αὐτό πού ἀναγκαστικά
τό ἔχει καί δέν εἶναι δικό του, θά «γεννηθεῖ» λοιπόν τό ἐξαϋλομένο
καί θελημένο καί διαμορφωμένο ἀπό τά ἐπίγεια ἔργα τά δικά του παντοτινό εἶδος
καί ποιόν του. Δηλαδή μέ τά ἒργα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὁ ἂνθρωπός,
δημιουργεῖ τήν θελημένη καί γι' αὐτό δική του παντοτινή ὀντότητα. Καί τό ποιόν
τοῦ ἀνθρώπου, πού θά εἶναι ἒργο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καί γι' αὐτό θά εἶναι
δικό του εἶδος, ἐπειδή εἶναι ἒργο τῆς ἐλεύθερης θέλησής του, θά γίνει
παντοτινή ὀντότητά του.
Τό ἐπίγειο εἶδος του, πού ἀναγκαστικά τό ἒχει καί εἶναι προσωρινά ἐλεύθερο,
δέν θά καταργηθεῖ. Ὅπως δέν εἶναι δυνατό ἀπό τό αὐγό τῆς ὀχιᾶς νά βγεῖ πεταλοῦδα,
ἔτσι δέν εἶναι δυνατό καί ἀπό τό σῶμα τοῦ κακούργου νά βγεῖ ἄγγελος. Τό ἐπίγειο
εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή αὐτό διαμορφώνει τόν χαρακτήρα τῆς παντοτινῆς ὀντότητάς
του, θά ἔχει ἀπόλυτη σχέση μέ τό εἶδος πού δημιούργησε. Δηλαδή τό παντοτινό εἶδος
του, ἐπειδή θά εἶναι ἔργο τοῦ ἐπίγειου χαρακτήρα του, θά ἔχει πλήρη σχέση μέ
τήν ἐπίγεια ὀντότητά του. Γι’ αὐτό οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας λένε ὅτι στόν κόσμο
τῆς παντοτινότητας οἱ ἄνθρωποι θά γνωρίζονται μεταξύ τους.
Ἀλλά τήν ὄντωση καί ἔνταξή του στήν ζῶσα παντοτινότητα δέν θά τήν ἐπιτύχει
ποτέ κανένας ἄνθρωπος, ἄν δέν ζητήσει τήν βοήθεια τοῦ δημιουργοῦ. Μέ τίς δικές
του μόνο δυνάμεις δέν μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ σωστά καί νά γίνει ὀντότητα ἄξια νά ἐνταχθεῖ
στήν ζῶσα παντοτινότητα, ἐπειδή ὑπάρχουν οἱ σατανικές δυνάμεις πού ἀντιδροῦν
στήν ὄντωσή του. Πρέπει λοιπόν νά τήν ζητήσει τήν ὄντωσή του καί μάλιστα ἐπίμονα,
γιά νά γνωρίζει καί τήν εὐργεσία τοῦ Θεοῦ· ἀφοῦ τήν ἐπίγεια ὑπόστασή του, ἐπειδή
τήν πῆρε χωρίς νά τήν ζητήσει, τήν θεωρεῖ ἔργο τυχαῖο καί ὄχι δοσμένη ἀπό τόν
Θεό, καί ἐκτρέπεται σέ ἀχαριστία.
Δηλαδή, ἡ ὄντωσή του καί πάλι δέν θά γίνει μέ εὐθεία ἐξέλιξη, ἀφοῦ πεθαίνει
τό ἐπίγειο εἶδος του, πού ἀναγκαστικά τό ἔχει, δέν πεθαίνει ὅμως τό θελημένο
καί ἀπό τόν ἴδιο διαμορφωμένο ποιόν του. Καί αὐτό τό ποιόν του εἶναι πού θά
προαχθεῖ μέ θεία ἐπέμβαση, ἀλλά μέ δικό του αἴτημα, γιά νά ξέρει ὃτι μέ τήν ἐπέμβαση
τοῦ Θεοῦ ἔγινε, καί νά μή κάνει τό λάθος τοῦ Ἑωσφόρου, πού θέλησε νά ἐξελιχθεῖ
καί νά γίνει ἀνώτερος ἀπό τόν Θεό, καί ἀπό ἄγγελος ἔγινε σατανᾶς. Δικό του θά εἶναι
τό εἶδος του, αὐτό πού θά τό διαμορφώσει ὁ καθένας μέ τά ἐπίγεια ἒργα του,
καί αὐτός εἶναι καί ὁ προορισμός τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ὁ Θεός θά βοηθήσει, ἀλλά
δέν θά ἐπιβάλλει οὒτε ἐπιτυχία οὒτε ἀποτυχία ὀντογενετική. Ἡ ἐπιτυχία ἤ ἀποτυχία
θά εἶναι ἀποκλειστικά ἔργο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ὁριστική κρίση τοῦ ἔργο του θά γίνει ὅμως στό τέλος τοῦ φυσικοῦ κόσμου.
Θά καταργηθοῦν τότε ὅλα ὅσα ἔγιναν ἀναγκαστικά, καί τό μέλλον τοῦ ἀνθρώπου θά
εἶνα: ἤ μιά παντοτινή καί ἀνυπέρβλητα ἐλεύθερη καί ἁρμονική ζωή, ἤ μιά παντοτινή
ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἁρμονίας. Αὐτή λοιπόν ἡ πραγματικότητα, δέν παράγει
ἔννοιες παράδεισου καί κόλασης; Ἡ πλήρης ἐλευθερία καί τά μεγαλειώδη
ποικίλματα τῆς ἁρμονίας καί τῆς ζῶσας ἐν ἐλευθερία παντοτινότητας, δέν ἀξίζει
νά λέγονται παράδεισος; Ὃταν στήν ἐπίγεια ζωή ἡ ἀπώλεια τῆς εὐεξίας πού προκαλεῖ
ἓνας ὀδοντόπονος γίνεται ἀνυπόφορη, ἡ ἀπώλεια τῆς ἐν ἐλευθερία ἁρμονίας, δέν
θά ἀποδώσει ὀδυνηρότερη κατάσταση, δηλαδή κόλαση; Ἀντιθέτως, τό νόημα τοῦ ὅρου
παράδεισος δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ἀποδώσει τίς ὡραιότητες τῆς ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία
ζῶσας παντοτινότητας, καί τό νόημα τοῦ ὃρου κόλαση δέν εἶναι ἀρκετό νά ἀποδώσει
τήν ἀπωλεια τῆς εὐεξίας.
Οἱ προσθῆκες πού ἀναβάθμισαν τήν δαρβίνια κλίμακα τῶν εἰδῶν, δόθηκαν στά
εἴδη τῶν ζώων χωρίς νά ζητηθοῦν ἀπό αὐτά, ἐπειδή δέν ἒχουν ὑπαρξιακό προορισμό.
Τό κάθε νέο καί ἀνώτερο εἶδος δέν προῆλθε ἀπό ἐξελικτική ἱκανότητα τοῦ
κατώτερου, ἀλλά ἀπό δημιουργία καί προσθήκη ἀνωτερότητας, καί γι’ αὐτό τά ἄποδα
ἑρπετά μένουν ἀκόμα ἄποδα. Τά ἀνώτερα εἴδη προήλθαν ἀπό προσθήκη ἀνωτερότητας
καί ὄχι ἀπό ἐξέλιξη τοῦ κατώτερου. Γι' αὐτό καί τό κάθε κατώτερο εἶδος δέν
μπορεῖ οὒτε νά τό προσλάβει τό εἶδος τοῦ ἀμέσως ἀνώτερου. Ὁ πίθηκος, πού
προσπάθησαν νά τόν διδάξουν συμπεριφορά ἀνθρώπου, γιά νά τήν ἀποδείξουν ἀληθινή
τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου, αὐτοκτόνησε· δέν τό ἂντεξε τό τέντωμα πού τοῦ κάνανε.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως οὔτε ἄλλο εἶδος θά γίνει οὔτε θά ξαναδημιουργηθεῖ, γιά νά ἐνταχθεῖ
στήν παντοτινή ζωή. Θά προαχθεῖ εἰδικά, γιά νά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα παντοτινότητα,
φέροντας ὅμως ἐξαϋλομένο καί ἄφθαρτο τό χαρακτηριστικό τοῦ ἐπίγειου ἦθους του,
πού αὐτός τό διαμόρφωσε μέ τά ἐπίγεια ἒργα του, καί μέ αὐτό θά ἐνταχθεῖ στόν κόσμο
τοῦ εἶσθαι. Δηλαδή θά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα παντοτινότητα μέ
τό ποιόν τό δικό του, πού ὁ ἴδιος τό διαμόρφωσε στήν ἐπίγεια ζωή του, γιά νά εἶναι
αὐτοσύστατος καί αὐτοπρόσωπος καί ὂχι ἑτεροσύστατος σάν τό ἂγαλμα.
Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει τήν δικαίωση τῆς ἐλευθερίας του μέ τίς
δικές του μόνο δυνατότητες, πρέπει νά τήν ζητήσει ἀπό τόν δημιουργό του, καί μάλιστα
ἐπίμονα. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀξία τῆς προσευχῆς εἶναι ἀναντικατάστατη. Στρέφει
τόν ἄνθρωπο πρός τό ἄγνωστο ὑπαρξιακό μέλλον, καί τόν ξεκολλάει ἀπό τά κτηνώδη
γήινα. Τόν βοηθάει νά κατακυριεύσει τήν γῆ, καί νά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό
τά γήϊνα. Μήπως ἡ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι τέλεια, καί ἡ διάταξη τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν ἐξαντλήθηκε στό ὕψος τό δικό
του;
Αὐτό λοιπόν πού οἱ ἐξελικτές πιτεύουν ὃτι τό ἒκαναν τά ζῶα καί ἐξελίχθηκαν,
πρέπει νά τό κάνει ὁ ἂνθρωπος, γιά νά δικαιώσει τήν ὂντωσή του καί νά ἐνταχθεῖ
στήν ζῶσα παντοτινότητα, ἐπειδή μόνο αὐτός ἒχει ὑπαρξιακό προορισμό. Ἂν δέν τό
κάνει, βεβαίως θά εἶναι ἒνοχος, καί πολύ περισσότερο ἒνοχος θά εἶναι αὐτός πού
πιστεύει ὃτι τό ἒκαναν τά κατώτερα ζῶα, ἀλλά δέν θά τό κάνει αὐτός.
Ἄν κάποιος ἀρνηθεῖ τήν ἀναπνοή του, θά εἶναι λιγότερο ἀνόητος ἀπό αὐτόν
πού ἀρνεῖται τήν προσευχή. Ἐπειδή ὅμως εἶναι τόσο ἀνώτερη ἡ ἀξία τῆς προσευχῆς,
εἶναι καί τό πιό δύσκολο ἔργο γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλα τά ἄλλα πού πρέπει νά
κάνει, εἶναι πολύ πιό εὔκολα ἀπό τήν προσευχή. Ἐπειδή μέ τήν προσευχή ἀκολουθεῖ
σωστά τήν πρός τήν ὄντωση πορεία του, ὁ σατανᾶς, γιά νά μή τοῦ πάρει ὁ ἐπιτυχημένος
ἂνθρωπος τήν θέση του πού εἶχε στό ὑπάρχειν ὃταν ἦταν ἂγγελος, ἀγωνίζεται νά τοῦ
ματαιώσει τόν προορισμό του, δυσκολεύοντας τήν προσευχή του. Γι' αὐτό καί ἡ ἀξία
της εἶναι ἀνεκτίμητη τόσο, ὃσο καί ἀπαραίτητη.
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ προορισμός τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου: Ἡ
διάπλαση τῆς θελημένης ἀπό τόν ἴδιο παντοτινῆς ὑπόστασής του. Ἐπειδή δέν εἶναι δυνατό νά τοῦ
φτιάξουν ἄλλοι τήν ὑπόστασή του καί νά λέγει ἐγώ, καί μέ ξένη ὑπόσταση νά γίνει
παντοτινή ὀντότητα, γιά νά εἶναι αὐτοπρόσωπος πρέπει νά εἶναι καί αὐτοσύστατος,
καί γι' αὐτό αὐτός θά τήν συστήσει τήν ὀντοτητά του.
Χρειάζεται λοιπόν ἀνυπέρβλητη ἠλιθιότητα, γιά νά νομίζει κανείς ὅτι αὐτό
πού γίνεται, ὅ,τι κι’ ἄν εἶναι, γίνεται γιά μήν εἶναι. Ὃ,τι γίνεται, γιά νά εἶναι
γίνεται, γιά νά ὑπάρχει γίνεται. Ἀκόμα καί ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος, δέν φτιάνει
ποτέ κάτι γιά νά μήν εἶναι καί νά μή τό ἔχει. Ὅ,τι φτιάνει, τό φτιάνει γιά νά εἶναι
καί νά τό ἔχει. Καί φτιάνει ἀκόμα καί ἀχρείαστα πράγματα, ὄχι γιά νά μήν εἶναι ἀλλά
γιά νά εἶναι, κι' ἂς μή τοῦ χρειάζονται. Καί τά συντηρεῖ, γιά νά μή φθαροῦν. Εἶναι
λοιπόν δυνατόν ἡ ὑπαρξιακή πραγματικότητα, πού καί τόν ἂνθρωπο ἒφτιαξε, καί
πού τό μεγαλεῖο της βεβαιώνεται ἀκόμα καί ἀπό αὐτόν τόν προσωρινό ἀλλά
τεράστιο φυσικό κόσμο, εἶναι δυνατόν νά φτιάνει κάτι γιά νά μήν εἶναι, γιά νά
πεθάνει καί νά μηδενισθεῖ;
Τήν ἔχουν λοιπόν αὐτή τήν ἠλιθιότητα, ὅλοι ἐκεῖνοι πού σήμερα καυχῶνται ὃτι
εἶναι προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, πού πιστεύουν καί στήν ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν,
ἀλλά τήν ἐννοοῦν ἐξέλιξη πρός τόν μηδενισμό, ἀφοῦ δέχονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται
γιά νά πεθάνει καί νά μηδενιστεῖ καί νά μήν εἶναι. Καί τήν ἒχουν πιό ἐνισχυμένη
αὐτή τήν ἠλιθιότητα, ἐκεῖνοι πού ἔχουν καί πτυχία καί ἀξιώματα, ὅποιοι κι’ ἄν
εἶναι, καί περισσότερο αὐτοί πού τήν διδάσκουν τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν
ὡς γνώση ἐπιστημονική.
Γιάννης
Μιχαηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου