Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ἡ πλάνη τοῦ Δαρβίνου

 Ἡ πλάνη τοῦ Δαρβίνου
Ἡ Δαρβίνια κλιμάκωση τῶν εἰδῶν ὃταν θεωρεῖται ἀπό κάτω, φαίνεται ἀνα­βατή. Ὃταν ὃμως θεωρεῖται ἀπό πάνω δέν φαίνεται καταβατή· φαίνεται γκρε­μιστική. Γι' αὐτόν πού τήν βλέπει ἀπό κάτω, εἶναι ἀναβατή, γι' αὐ­τόν ὃμως πού τήν βλέπει ἀπό πάνω εἶναι γκρεμιστική. Ἐπει­δή λοιπόν ὁ Δαρβί­νος τήν εἶδε ἀπό κάτω, ἀπό θέση ξεπεσμένη καί ἐξι­σω­μένη μέ τά κατώτερα ζῶα, καί μέ ἐ­ξισω­μένη καί τήν ἀντίληψή του μέ τά κατώτερα ζῶα, δέν μπό­ρεσε νά δια­κρίνει τό νόημα τοῦ λό­γου της. ­Δέν ἀντιλήφθηκε τόν εἰδικό λόγο τῆς κλιμά­κωσης, καί τίς διαβαθ­μί­σεις ἀνωτερότητας καί κατωτε­ρό­τητας τῶν εἰ­δῶν τίς περιόρισε στό φωτογραφικό μόνο σχῆ­­μα του σκελε­τοῦ τους. Δηλα­δή τίς εἶδε ὃπως τήν βλέπουν καί τά κα­τώτερα ζῶα, ἀφοῦ ἀπό τήν θέση τῶν κα­τώ­τερων ζώων τίς εἶδε κι' αὐτός. 
Πῶς ἀλλιῶς θά ξεγελοῦσε ὃμως τόν ἑαυτό του καί θά τόν ἔπειθε ὅτι ἄν καί ξέ­πεσε στά κτηνώδη καί βρίσκεται στόν πάτο τῆς κλίμακας τῶν εἰδῶν, ἀνήκει στό κορυ­φαῖο εἶ­δος της; Ὅτι δηλαδή μπορεῖ νά τήν κατεβαίνει τήν κλίμακα, καί ταυ­τόχρονα νά διατηρεῖ τήν ἀνωτερότητα τοῦ εἴδους του;  Ἐπειδή ὅμως αὐ­τά τά συλ­λογιστικά τεχνάσματα ὄχι μόνο δέν μπο­ροῦν νά ἔχουν ἀποτέ­λεσμα, ἀλ­λά ἀντιθέτως τόν ξεπεσμένο ἄνθρωπο τόν ἀποξε­νώνουν πε­ρισ­σότερο ἀπό τίς πνευματικές ἀξίες τῆς κορυφῆς, καί τοῦ ἐ­πιβάλλουν ἀντί­στοιχη ἠλιθι­ότητα, τήν κλιμάκωση τῶν εἰδῶν ὁ Δαρβίνος τήν κατανόησε τόσο, ὅσο μπο­ρεῖ νά τήν κατανοήσει καί τό κάθε ζῶο πού τό εἶδος του ἔχει τήν θέ­ση του στίς κα­τώ­τερες βαθμίδες τῆς κλίμακας. Τήν κατάλαβε τόσο ὅσο τήν καταλα­βαίνουν καί τά σκουλίκια. 
Ἐκεῖνοι πού τήν βλέπουν ὅμως ἀπό πάνω, τήν κλιμάκωση τῶν εἰδῶν, ἔ­χουν κορυ­φαία τήν ἀντίληψή τους, ἐπειδή βρίσκονται στήν κορυφή, καί ἀπό τήν κο­ρυ­φή πού βρί­σκονται τήν βλέπουν γκρεμό ἐπικίνδυνο, τήν Δαρβίνια κλίμακα τῶν εἰδῶν. Φυλάγονται λοιπόν νά μή πέσουν, καί διατηροῦν τό ἦθος καί τό ὕ­ψος τῆς κορυφαίας θέσης τους, τήν ἀν­­θρωπιά τους. Καί λόγο τῆς κορυ­φαίας θέσης στήν ὁποία διατηροῦ­νται, βρί­σκονται καί σέ μυστηριακή σχέση μέ τήν ἀνώτερη ὑ­παρξιακή πραγματι­κότητα, πού βρί­σκεται πολύ ψηλότερα ἀπό τό εἶ­δος τοῦ ἀν­θρώπου. Ἀλλά ὃταν κάποιος ξεπέσει, ἒ­στω καί κατά τό ἐλάχιστο στήν κλίμακα τῶν εἰδῶν, λόγω τῆς ἠλιθιότητας πού τοῦ ἐπιβάλει ὁ ξεπεσμός του, νομίζει ὃτι τό εἶδος τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι ἀνυπέρ­βλητο ὑπαρξιακά.
Ὃσοι ἂνθρωποι παραμένουν λοιπόν στήν κορυ­φαία θέση τους, διατηροῦν ἀντίληψη ἀν­θρώπου καί νοητική ἐ­παφή μέ τίς ἀνώτερες ὑπερφυσικές ὑπαρξι­ακές ἀξίες (Μέ τίς ἀξίες πού ἦταν ὃταν ὁ φυσικός κόσμος δέν ἦταν, ἀφοῦ ὁ φυσικός κόσμος δέν ἒγινε ἀπό τό μηδέν, καί γι' αὐτό οἱ προφυσικές ὑπαρξιακές ἀξίες εἶναι καί ὑπερφυσικές). Λόγω τῆς κορυ­φαίας θέσης τους λοιπόν διατηροῦν νοητική ἐπαφή μέ τήν ἀ­πόλυτη γνώση τῆς ὑπαρ­ξιακῆς ἐλευθερίας, μέ τήν θεία ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ δηλαδή, καί φω­τιζό­μενοι ἀπό τό φῶς τῆς θειότητάς Του, βλέ­­πουν κίνδυ­νο πτώσης σέ γκρε­μό καί φυ­λάγονται. 
Χριστός, φωτίζει ἀκόμα καί αὐτούς πού δέν τό ἄκουσαν τό ὄνομά του. Ἀλλά, ἄν διατηροῦν τό φυσικό ἠθικό ὕψος τους, καί παραμέ­νουν στήν κορυ­φή τῆς Δαρβίνιας κλι­μάκωσης τῶν εἰδῶν. Αὐτούς πού διατη­ροῦν τήν κορυ­φαία θέση τους στήν κλίμακα τῶν εἰ­δῶν, τούς ἀνα­ζη­τᾶ ὁ Χριστός, ὅπως ὁ ἄνθρω­πος ἀνα­ζητᾶ τόν χρυσό, καί τούς ἀμοίβει πιό πο­λύ, ἐπειδή αὐτοί ἀγνο­ώντας τίς ἀλήθειες πού Αὐτός δίδαξε, παραμέ­νουν στήν κορυφή τῆς κλίμακας τῶν εἰδῶν, καί διατη­ροῦν ἦθος καί ὓψος ἀν­θρώ­πινο· ὑψος πού ὁ Δαρβί­νος τό εἶχε χάσει καί γι' αὐτό δέν εἶχε ἀντίληψη ἱκανή νά διακρίνει τήν πραγ­­ματικότητα πού ὑπάρχει πίσω ἀπό τίς ἐπιφάνειες τῆς ὓλης. 
Φωτίζονται λοιπόν καί αὐτοί ἐκ τῶν ἄνω, ἐπειδή παραμένουν στήν κορυ­φαία θέ­ση, καί γίνονται ἄξιοι σάν τούς διδαχθέντες τόν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­πειδή αὐ­τοί ὁδηγούμενοι ἀπό τήν καλή προαίρεσή τους παρα­μένουν στό ὕψος τῆς ἀνθρωπιᾶς. Αὐτοί παραμένοντας ἠθικά στήν κορυφή τῆς κλιμά­κω­σης τῶν εἰδῶν μέ μόνο ἐφόδιο τήν δική τους διάθεση, προσελκύουν τήν θεί­α χά­ρη καί ἀ­ποκτοῦν τήν νοητική ὀρατότητα, αὐτήν πού δέν μποροῦν νά τήν ἔ­χουν οἱ σάν τόν Δαρβίνο ξεπεσμένοι στήν κλίμακα τῶν εἰ­δῶν, πού δέν τό καταλα­βαίνουν τό κατάντημά τους καί καυχῶνται ὃτι εἶναι προο­δευ­τικοί, ὃ­πως καί ὁ τρελός ἐπειδή δέν καταλαβαίνει τό κατάντημά του καυχιέται ὃτι εἶναι Μέγας. 
Ὃσοι δέν φυλάγονται λοιπόν ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ εἰδικοῦ γκρεμοῦ τῆς Δαρβίνιας κλίμακας, ὅ­ποιοι κι’ ἄν εἶναι, ὅσο πολλά πτυχία σπουδῶν κι’ ἄν ἔ­χουν, τήν βλέπουν ἀπό κάτω τήν κλίμακα τῶν εἰδῶν. Καί ἡ ἀντίληψή τους ἐξι­σώνεται μέ τήν ἀντίληψη τῶν εἰ­δῶν πού βρίσκονται στόν πάτο τῆς κλίμα­κας, μέ τήν ἀντίληψη τῶν σκου­λι­κιῶν. Παραμένοντας ὅ­μως στόν πάτο τῆς κλί­μα­κας τῶν εἰδῶν, στό ἐπίπεδο τῶν σκουλικῶν, ἓρπουν νοητικά. Καί ἐ­πειδή τό σχῆμα τῆς κλίμακας εἶναι ἀνηφορικό, ἀναγκα­στικά πλέον τά τε­τράποδα ζῶα πού ἔχουν θέση ψηλότερη ἀπό αὐτά πού ἓρπουν, τά βλέπουν ἀνώ­τερα, ἐπειδή τό δεύτερο σκαλί δέν εἶναι δυνατόν νά μή φαίνεται ψηλότερο ἀπό τό πρῶτο. 
Ἀπό τήν θέση τῶν σκουλικιῶν, ὃπου βρίσκονται οἱ ξεπεσμένοι στόν πάτο τῆς Δαρβίνιας κλίμακας τῶν εἰδῶν, γιά νά ξεγελάσουν τόν ἑαυτό τους, (ἀφοῦ τήν πραγματικότητα δέν μποροῦν νά τήν ξεγελάσουν), καυχῶνται ὃτι εἶναι προο­δευτικοί· βλέπουν τά τετράποδα ζῶα, πού τό εἶδος τους βρίσκεται σέ λίγο ψηλότερα σκαλιά, ὃτι δέν ἔ­χουν ἠθικούς φραγ­μούς, καί τά θεωροῦν ἐλευθε­ρωμένα. Αὐτός εἶναι λοιπόν καί ὁ λόγος πού τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ζώων τόν βλέ­πουν ζηλευτό, καί τόν προτι­μοῦν καί τόν μι­μοῦ­νται. Καί λόγω τῆς ἠ­λιθι­ότητας, πού τούς τήν ἐπι­βάλλει ἡ μί­μη­ση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τῶν ζώων, ἐνῶ ἀναμ­φί­βολα γκρεμίζονται στόν κτηνισμό καί γίνονται ἀν­τίστοιχα ἠλίθιοι, αὐτοί καυχώ­ν­ται ὅτι εἶναι προ­οδευτικοί. 

Μιμούμενοι λοιπόν τήν διαγωγή τῶν ζώων, περιορίζουν τήν δυνατότητα τῆς ἀντίληψής τους στίς δυνατότητες ἀντίληψης τοῦ ζώου, πού τήν διαγωγή του μιμοῦνται. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ διαγωγή τους νά κινεῖται στά χαμηλά σκαλιά τῆς Δαρβίνιας κλίμακας, καί νά ἔχουν ἀντίληψη κορυφαία, ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι πεθαμένοι καί νά ἔχουν ζωντάνια. Γι’ αὐτό λοι­πόν δέν μπο­ροῦν πλέ­ον νά καταλάβουν τίποτα περισσό­τερο ἀπό ὅ­σα καταλα­βαί­νουν τά ζῶα, πού τήν διαγωγή τους μιμοῦνται. Καί γί­νονται ἄ­σχε­τοι μέ τόν φυ­σικό προορισμό τους, πού εἶναι ἡ ἀναγωγή στήν ἐν ἐλευθε­ρία καί ἁρ­μονία ζῶσα παντοτινή πραγματικότητα.
Γι’ αὐτό ἀκοῦμε στήν κοινωνία ἀπλούς καί ἂδολους ἀνθρώπους νά κατηγο­ροῦν κάποιους μέ ὀνόματα ζώων. Ἄλλους τούς λένε ἀλεποῦ, ἄλλους γάϊδα­ρο, ἄλλους γουρούνι, ἄλλους σκύλο, ἄλλους ὀχιά. Καί γενικά ἀνάλογα μέ τήν κτηνώδη καί ἀπα­ράδεκτη διαγωγή τοῦ καθενός, τόν ταυτίζουν μέ τό εἶ­δος τοῦ κτήνους πού τήν διαγωγή του μιμεῖ­ται, καί τόν κατηγοροῦν μέ τό ὄνο­μα ἐκείνου τοῦ κτήνους.
Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, πού ἔτσι κατηγοροῦνται, δέν τόν βλέ­πουν τόν ἠθικό γκρε­μό, ἐπειδή σάν τόν Δαρ­βίνο ἒχασαν τό κορυφαῖο ὓψος τους, ξέπεσαν καί τόν βλέπουν ἀπό κάτω. Ἀπό τήν κο­ρυφή τῆς κλίμακας, πού ἀναγκαστικά τούς τοπο­θέτησε ἡ φύση, ἀντί νά στραφοῦν πρός τό ἀπάνω ἀπό αὐ­τούς εἰδικό ὕψος (μή­πως τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό πού πολ­λαπλᾶ πάσχει εἶναι τέλειο καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀναβάθ­μιση;) αὐτοί στράφηκαν πρός τά κάτω. Προ­τί­μησαν τόν ἠθικό κατή­φορο, γιά τόν ἴδιο λόγο πού καί τό χαλασμένο αὐτοκί­νητο προτιμάει τόν ἐ­δαφικό κατήφορο.
Ἔτσι ὅμως ὂχι μόνο ἀρνήθηκαν τήν διάθεση καί τόν πνευματικό κόπο πού ἀ­παιτεῖ ἡ ἐκκίνηση πρός τόν εἰδικό ἀνήφορο, ἀλλά λόγω αὐτῆς τῆς ἀδιαφο­ρίας τους ἀπέβαλλαν καί τήν φροντί­δα τῆς διατήρησής τους στήν κορυφή τῆς κλί­μακας, ἐκεῖ πού ἡ φύση ἀναγκα­στικά τούς τοποθέτησε. Στράφηκαν στόν κατή­φορο, ξέπεσαν εἰδικά, καί ἔχα­σαν τό φυσικό ἀνθρώπινο ὕψος τους, αὐτό πού ἡ φύση ἀναγκαστικά τούς τό ἔ­δω­σε καί τό εἶχαν. Καί ξέπεσαν χαμηλά τό­σο, ὅλοι ὅσοι καυχώνται σήμερα ὅ­τι εἶναι προοδευτικοί, ὅσο χαμηλά βρίσκε­ται τό εἶδος τοῦ ζώου πού τήν δια­γω­γή του μιμοῦν­ται. Χωρίς τήν στροφή πρόν τόν ἀ­πάνω ἀπό τήν κορυφή τῆς Δαρ­βίνιας κλίμακας εἰδι­κό ἀ­νήφορο, ἀφοῦ τό εἶ­δος τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι τέλειο, καί μιά ἀνώτερη τελειότητα εἶναι κατα­νοητή, δέν εἶναι δυνατή ἡ παρα­μο­νή τοῦ ἀνθρώπου στό κορυφαίο ὓψος τοῦ εἲδους του, ἐπειδή ἡ παραμονή του ἐκεῖ παράγει στασιμότητα, ἐνῶ ὁ φυσι­κός κόσμος εἶναι κόσμος τῆς προ­όδου, καί ὃ,τι δέν προοδεύει τό παρα­λαμ­βάνει ἡ ἀδράνεια καί τό παραδίδει στήν νέκρωση.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό κορυφαῖο εἶδος ἀπάνω στήν γῆ. Βεβαίως. Αὐτό δέν ση­μαίνει ὅμως ὅτι ἡ ὀντότητά του εἶναι τέλεια, ἀφοῦ πάσχει πολλαπλᾶ καί τε­λι­κά πε­θαίνει, ὅπως πεθαίνουν καί ὅλα τά κατώ­τερα καί ἀνώτερα ζῶα. Καί μάλιστα εἶναι καί πιό εὐπαθής ἀπό τά ζῶα, ἀφοῦ ἐκεῖ πού ἐκεἰνα ἀ­ν­τέχουν, αὐτός δέν ἀντέχει καί πάσχει καί πεθαίνει. Ποιά εἶναι λοι­πόν ἡ ἀνωτερότητα τοῦ εἴδους τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τό κριτήριο τῆς ἀνω­τε­ρότητας περιορισθεῖ στό σω­μα­τικό εἶδος καί στό σχῆμα τοῦ σκελετοῦ;
Γιά νά ἀναβαθμισθεῖ ἡ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νά στραφεῖ πρός τό ἀ­πάνω ἀπό αὐτόν ἂγνωστο ὑπαρξιακό ὕψος, καί νά μήν ἱκανοποιεῖται μέ τό γνω­στό, πού ἀναγκαστικά τό ἒχει στόν ἐπίγειο κόσμο. Ποτέ δέν εἶναι δυνατό νά σημειωθεῖ κάποια πρό­οδος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἱκανοποιεῖται καί ἀρκεῖται σ' αὐτό πού ξέρει καί εἶναι καί ἔχει, καί δέν στρέφεται πρός τό ἄγνωστο. Πρέπει στό ἄγνω­στο, νά ἀνα­ζητή­σει τήν ἀναγω­γή τῆς ὀντότητάς του, γιά νά τήν κάνει ἀ­νώ­τερη ἀπό τήν γνωστή. Ἀλλά ἐνῶ τήν στό ἂ­γνωστο ἀναζήτηση τῆς ἀ­νω­τερότητας τήν ἀναγνωρίζει στά εἲδη τῶν ζώων, μέ τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, τήν ἀρνεῖται ὃμως στόν ἑαυτό του. Δηλα­δή τόν ἑαυτό του τόν κα­τηγορεῖ ἀνάξιο γιά τό ἒργο τῆς ἐξέλιξης, πού ἀνα­γνωρίζει ὃτι μέ ἐπιτυχία τό ξεκίνησαν τά σκουλίκια καί τό ὁλοκλήρωσαν τά ζῶα.
Ἡ ἀναγκαστική ἀναγωγή (ὂχι ἐξέλιξη) τοῦ εἲδους, πού ἡ φύση μέ προσθῆκες ἐπέβαλε στά εἴδη τῶν ζώων, δέν μπορεῖ νά ἐ­φαρ­μοσθεῖ στό εἶδος τοῦ ἀν­θρώ­­που. Δι­ότι προ­ορισμός τοῦ ἀν­θρώπου εἶναι ἡ ζῶσα ἐν ἐλευθερία καί ἁρ­μονία παντοτινότητα, ἀλλά ἐ­λευ­θερία καί ἀρ­μονία ἀνα­γκα­στική δέν γίνεται. Μέ ἀπολύτως ἐλεύθερη θέλη­ση καί προ­σω­πική πορεία πρέ­πει νά κινηθεῖ πρός τήν πρόσκτηση ζῶσας ἐλευ­θερίας καί ἁρμονίας ὁ ἄν­θρω­­πος.
Πιστεύουν λοιπόν, οἱ καυχώμενοι ὅτι εἶναι προοδευτικοί, ὅτι τό εἶδος τοῦ ἀν­θρώπου προῆλθε ἀπό μακρά ἐξελικτική προσαρμογή, καί δέχονται ὅτι μέ ἐ­ξέλιξη τά κατώτερα ζῶα διαμόρφωσαν εἰδικές ἀνωτερό­τη­τες, πού ὅμως δέν τίς ἤξεραν προτοῦ ἐξελιχθοῦν, καί ἔγιναν εἶδος πού δέν ὑπῆρχε μέχρι τότε καί ἦταν ἂγνωστο. Ἄν τά ζῶα τίς ἀνωτερότητες πρός τίς ὁποίες ἐξελίχθηκαν τίς ἤξεραν προτοῦ ἐξελι­χθοῦν, ἄν ὁ πίθηκος, πού λένε ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος ἤξερε τί εἶναι ὁ ἄν­θρω­πος, θά τοῦ ἦταν γνωστό τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου καί δέν θά ἦταν ἒργο ἐξέλιξης τοῦ πιθήκου ἐκείνου. Κι' ἄν ὑπῆρχαν καί ἄλλα ζῶα πού ἢξεραν τό εἶδος πρός τό ὁποῖο ἐξελίχθηκαν, ἄρα δέν ἐξελίχθηκαν σέ εἶ­δος πού δέν ὑπῆρχε, ἀλλά σέ εἶδος πού ἦταν γνωστό, καί ὑπαρκτό.
Ἄν ἐξελίχθηκαν λοιπόν τά εἴδη τῶν κατώτερων ζώων καί ἔγιναν εἶδη ἀνώ­τε­ρα, καί ἔγιναν εἶδος πού δέν ὑπῆρχε μέχρι τότε ἀλλά τό διέπλασαν τά κα­τώ­τερα ζῶα μέ τήν ἐξέλιξή τους, τήν ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ἐξέ­λιξης γιατί τήν ἀρνοῦν­ται, γιατί δέν τήν ἐφαρμόζουν καί στόν ἑαυτό τους, οἱ Δαρ­βινιστές; Δέν χρειά­ζεται ἐξέλιξη ἡ δική τους ὑπόσταση, πού πολλαπλᾶ πάσχει; Μήπως τήν θεωροῦν ἔργο κατώτερο γιά τόν ἄνθρωπο, τήν ἐξέλιξη, ἔργο πού πρέπει νά τό κάνουν μόνο τά κατώτερα ζῶα, ὁπότε τόν ἑαυτό τους τόν κρί­νουν ἀνά­ξιο γιά τό ἔργο πού μέ ἐπιτυχία τό ἒκαναν τά κατώτερα ζῶα; Πῶς ὅ­μως νά μήν αἰ­σ­θάνονται ἀνάξιοι, καί νά μήν εἶναι καί ἠλίθιοι, ὃλοι αὐτοί πού σήμερα καυχῶ­νται ὃτι εἶναι προοδευτικοί, ὅταν πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνωτε­ρό­τητα τοῦ εἴ­δους τους εἶναι μέν ἔργο ἐξέλιξης, ἀλλά προορισμός τοῦ ἐξελιγ­μένου εἶδους τους εἶναι νά πεθάνει, νά μηδενισθεῖ καί νά μήν ὑπάρ­χει;
Ἄς δεχθοῦμε ὅμως πώς, ὅπως λέγει ὁ Δαρβίνος, ὁ πίθηκος ἐξελίχθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος. Σέ ποιά κατεύθυνση ἐξελίχθηκε ὁ πίθηκος αὐτός; Σέ γνωστή ἤ σέ ἄγνωστη κατεύθυνση ἐξελίχθηκε; Ἄν τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν γνω­στό σ' αὐτόν τόν πίθηκο πρίν τήν ἐξέλιξή του, καί πρός αὐτό τό γνωστό του εἶ­δος ἐξελίχθηκε, σημαίνει ὅτι τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου προϋπῆρχε καί δέν προ­ῆλ­θε ἀπό τήν ἐξέλιξη ἐκείνου τοῦ πιθήκου.
Ἄν ὅμως τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἄγνω­στο, σ' αὐτόν τόν πίθηκο, καί πρός αὐτό τό ἄγνωστο εἶδος ἐξελίχθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιατί λοιπόν αὐ­τοί πού πι­στεύ­ουν στήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου, δέν στρέφονται πρός τήν ἄ­γνωστη, ἀλλά κατα­νοητή στόν ἄνθρωπο εἰδική ὑπαρξι­ακή τελειότητα καί ἀνω­τε­ρότητα; Εἶναι μήπως ἡ ὀντότητά τους τέλεια καί δέν χρειάζεται ἄλλη βελ­τίωση; Γιατί ἀντί τῆς ἐξέλιξής τους πρός τό ἂγνωστο ἀλλά τελειότερο καί ἀνώτερο εἶδος, αὐτοί ἀγωνίζονται νά ἑδραιωθοῦν καί νά μείνουν στάσιμοι στό γνωστό εἶδος τους, καυχώμενοι ὃμως ὃτι εἶναι προοδευτικοί, ἀλλά δέ­χον­ται ὡς προορισμό τῆς ζωῆς τους τόν διά τοῦ θανάτου μηδενισμό της;
Ἄν ἡ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν δρομολογήθηκε ἀπό τά σκουλίκια καί ἔφτασε μέ­χρι τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ὁ πίθηκος πού δέν ἔχει νοητική δυνατότητα κα­τόρ­­θωσε νά ἐξελιχθεῖ καί νά γίνει ἄνθρωπος, ὁ νοήμων ἄν­θρωπος τί ἔκα­νε γιά νά προωθήσει τήν σκυτάλη τῆς ἐξέλιξης πού παρέλαβε; Γιατί προτιμᾶ νά πα­ραμένει στό εἶδος, πού, ὅπως λέγει ὁ Δαρβίνος, τοῦ τό κατασκεύασεπίθηκος; Ἤ μήπως ὡς ἐ­ξέλιξή του θεωρεῖ τήν τεχνολογία του, πού μέ αὐτήν κατα­στρέφει τό περιβάλλον τῆς ζωῆς του, καί μέλ­λει νά καταστρέψει καί ὁλόκλη­ρο τόν πλα­νήτη μας; Γιατί τήν πρόδωσε τήν νοητική του δυνατότητα, ἀλλά καί τήν διάταξη τῆς ἐξέλιξης, πού λέγει ὃτι πιστεύει;
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, πού καυχιέται ὅτι εἶναι προοδευτικός καί ὀρθολο­γιστής, δέν ξέρει λοιπόν τί λέει, τί πιστεύει, καί τί κάνει. Πάσχει ἀπό θε­λημένη καί ἀνεπίτρεπτη νοητική σύγχυση, πού με­ταφράζεται ὃμως σέ ἠλιθιό­τη­τα. Καί λόγω αὐτῆς του τῆς ἠλιθιότητας εἶναι καί ἱκανοποιη­μένος μέ τό εἶδος πού ἀναγκαστικά τοῦ τό ἔδωσε ἡ φύση, ἐ­νῶ ἡ πρόοδος ἀπαιτεῖ τήν μή ἱκανο­ποί­ηση ἀπό τό γνωστό καί τήν ἀναζήτηση ἂλλης ἂγνωστης ἀνωτερότητας. Καί ἐνῶ πι­στεύει ὅτι τό εἶδος του εἶναι ἐπινο­η­μέ­νο καί κατασκευασμένο ἀπό τόν πί­θηκο, καί τό βλέπει νά πάσχει πολ­λαπλᾶ, ἐ­πιθυμεῖ ὃμως ὂχι μόνο νά παραμείνει ἀλλά καί νά ἑδραιωθεῖ σ'αὐτό τό εἶδος.
Πιστεύει στήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, ἀλλά τήν ἐφαρμογή της στόν ἑαυτό του τήν ἀρ­νεῖται. Καί ἐπιθυμεῖ νά μένει στάσιμος στό γνωστό εἶδος του, σ’ αὐτό πού εἴτε ὁ πίθηκος τοῦ τό ἔ­φτιαξε εἴτε ἡ φύση ἀναγκαστικά τοῦ τό ἔδωσε καί τό ἒχει, ὃμως δέν ἔχει ὀντολογική τελειότητα καί δέν εἶναι καί δι­κό του. Ἄν ἦταν δικό του δέν θά τό ἒχανε μέ τόν θάνατο. Ποι­ά εἶναι λοιπόν ἡ μέ τήν πρόοδο σχέση τοῦ ἀνθρώπου, πού σήμερα καυχιέται ὅτι εἶναι προοδευ­τι­κός, ὃ­ταν τήν ἐφαρμογή τῆς ἐξέλιξης, πού δέχεται, τήν ἀρνεῖται στόν ἑαυτό του, καί ἐ­μᾶς πού διαβλέπομε δυνατότητα νέας προόδου πρός ἀνώτερο εἶδος ζωῆς, καί πρός αὐτό κα­τευ­θυνόμαστε, ὃπως ἒκαναν ὃλα τά εἲδη πού προώ­θησαν τήν σκυτάλη τῆς ἐ­ξέλιξης, ὃπως αὐτοί λένε, μᾶς κατηγορεῖ ὄχι μόνο στά­σιμους ἀλλά καί ὁπισθο­δρο­μικούς; Ἐνῶ αὐτός εἶναι ὁ ἀναμφίβολα στάσι­μος, ἀφοῦ ἀγωνίζεται νά ἑδραιωθεῖ στό εἶ­δος πού πιστεύει ὃτι ὁ πίθηκος τοῦ τό ἔφτιαξε; Αὐτός λοιπόν ὃταν καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευ­τικός, δέν δηλώνει ἠλιθιότητα;
Ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο -καί μόνο γιά τό εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή μόνο αὐτός ἔχει ὑπαρξιακό προορισμό- ὁ ἐπίγειος κόσμος εἶναι κόσ­μος τοῦ γίνεσθαι, δηλα­δή κόσμος προόδου, καί πρέπει νά προοδεύει γιά νά μή μείνει στάσιμος στό γνω­­στό πλέον ἐπίγειο εἶδος του, αὐτός καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευτικός, καί τό εἶδος του τό θεωρεῖ ὄχι μόνο ἀνυπέρβλητο, ἀλ­λά καί προορισμένο νά πεθάνει καί νά μηδενισθεῖ. Δέν εἶναι λοιπόν ἀπόλυτα ἠλίθιος;
Στόν κόσμο τῆς προ­όδου, τόν ἐπίγειο, ἡ στα­σι­μότητα εἶναι ἀνεπίτρεπτη. Γίνε­ται ἀρχή πτώσης στήν ἀδράνεια πρῶτα καί μετά στήν νέκρωση. Ἀλλά αὐ­τός, ὁ καυχώμενος ὃτι εἶναι προοδευτικός, τόν ξεπεσμό του στήν στασιμότητα τῆς αἰσθησιακῆς του ὑπόστασης τήν θεω­ρεῖ πρόοδο καί καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευτικός. Δέν εἶναι λοιπόν ἠλίθιος;
Τόσο ἠλίθιος ἔγινε καί εἶναι σήμερα αὐτός πού καυχι­έται ὃτι εἶναι προο­δευτικός, καί ἐνῶ ταυ­τίζεται μέ τά ζῶα καί δέχεται ὅτι τό εἶδος του εἶναι πα­ρά­γωγο ἐξελικτι­κῆς δια­δρο­μῆς πού τήν δρομολόγησε ἡ ἱκανότητα τῶν σκουλι­κι­ῶν, καί τήν προώθησαν τά εἲδη τῶν ζῶων, καί ὅτι αὐτός ὄχι μό­νο δέν θά ἐξε­λιχ­θεῖ ἀλλά θά πε­θάνει καί ἡ ὀντότητά του θά μηδενισθεῖ, ἀντί νά ντρέπεται γι’ αὐτές τίς σαχ­λές ἰδέες του, καυχιέται ὅ­τι εἶναι προοδευτικός καί ὀρ­­θολο­γιστής. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά του ἀπό τόν τρελό πού καυχι­έται ὃτι εἶναι μέγας;
Ἐκεῖνοι πού σήμερα καυχῶνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, ἔ­χουν ξεπέσει λοιπόν τόσο πολύ χαμηλά στήν κλίμακα τῶν εἰδῶν, πού ἡ ἀντί­λη­ψή τους εἶναι κατώτερη καί ἀπό τά κτήνη. Τό βεβαιώνει μέ τρόπο ἀναντίρ­ρητο ἡ ση­μερινή θλιβε­ρή, φρικιαστική μᾶλλον, κατάσταση τῆς παγκόσμιας κοι­νωνίας, πού κυριαρχή­θηκε ἀπό ἄκρατο κτηνισμό καί ἒγινε ζοῦγκλα. Αὐτοί πού σήμερα καυ­χώνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί, δέν ἔχουν ἀντίληψη τῆς πραγμα­τι­κότητας, καί γι' αὐτό δέν ἔχουν οὔτε αἰσ­θήματα οὔτε ἐνδιαφέροντα ἀνθρώπι­να. Καί ὅ­πως ὁ τρε­λός ἐνῶ εἶναι ἀξιολύπητος καυχιέται ὅτι εἶναι μέγας, ἔτσι καί αὐτοί ἐνῶ εἶναι κτηνισμένοι καυχώνται ὅτι εἶναι προοδευτικοί. 
Τόν χειρότερο ξεπεσμό δέν τόν ἔχουν ὅμως αὐτοί. Τόν ἔχουν οἱ καθηγη­τές, πού, μέ τήν θεωρία τῆς Δαρβίνιας ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, διδάσκουν γνήσιο κτηνι­σμό στά σχολεῖα. Καί τήν διδάσκουν ὄχι σάν γνώμη τοῦ Δαρβίνου, ἀλλά σάν γνώση ἐ­πι­­στη­μονική καί ἀνώτερη καί ἀνυπέρ­βλητη. Τήν ἕρπουσα στόν πά­το τῆς κλιμά­κωσης τῶν εἰδῶν γνώμη τοῦ Δαρβίνου, τήν προήγαγαν σέ γνώση καί τήν διδά­σκουν. Καί τήν διδάσκουν ὄχι ἐπειδή τήν πιστεύουν, ἀφοῦ δέν κά­νουν τίποτα γιά νά τήν ἐφαρμόσουν καί στόν ἑαυτό τους καί νά ἐξελιχθοῦν, ἀλλά ἀντίθετα δέχονται ὃτι θά πεθάνουν καί θά μηδενισθοῦν. Τήν διδάσκουν ὃμως, ἐπειδή νο­­μί­ζουν ὅτι μέ αὐτή τήν θεωρία (ὂχι γνώση, θεωρία) θά μπορέ­σουν νά καταργήσουν τήν Ἁγία Γραφή καί τόν Θεό. Θέλουν δέ νά τόν κα­­ταρ­γή­σουν τόν Θεό, ἐπειδή ἡ θεία διδασκαλία μετράει μέ ἀκρίβεια τόν κτη­νισμό τους, ὃπως τό θερ­μόμετρο μετράει τόν πυρετό τοῦ ἂρρωστου. Πάσχουν δηλα­δή ἀπό τή ἠλιθιότητα τοῦ ἄρρωστου, πού θέλει νά καταργήσει τό θερμόμετρο, ἐπειδή τοῦ μετράει τόν πυρετό του.
Αὐτοί λοιπόν οἱ ἐξισωμένοι μέ τά κτήνη, καί γι’ αὐτό νοητικά πεθαμένοι, πού καυχῶνται ὃτι εἶναι προοδευτικοί, μέ φασιστικό τρόπο τήν διδσκαλία τους τήν ἔκαναν ὑποχρεωτική, μέ νόμο, ἐπειδή πλειοψηφοῦν στήν βουλή, καί πείθουν τά παιδιά μας ὃτι εἶναι πιθηκόπουλα, μέ ἐπίκτητη μορφή ἀνθρώπου· καί τήν κοι­νωνία τήν μετάτρεψαν σέ ζοῦγκλα. Ὁ λόγος τους κατευθύνεται ἀπό τήν ἐπι­θυμία τους νά κακουργοῦν, καί νά μή αἰσθάνονται ἔνοχοι. Γιά ποιόν ἄλλο λόγο θέλουν νά μήν ὑπάρχει Θεός, ἄν ὄχι γιά νά ἐλευθερώσουν τήν κακοῦργα διάθεσή τους; Ποιό εἶναι τό κακό καί ἀπαράδεκτο πού διδάσκει ἢ ἀπαιτεῖ ὁ θεός, γιατί δέν μᾶς τό λἐνε, ἀλλά μέ τό σπαθί τοῦ νόμου θέλουν νά τόν καταρ­γήσουν, ἂν ὂχι γιά νά κακουργοῦν χωρίς ἐνδοιασμούς;
Κλείνουν λοιπόν τά πνευματικά τους μάτια, ὃλοι αὐτοί πού σήμερα καυχῶ­νται ὃτι εἶναι προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, καί ἀνοίγουν τά ὑλικά, τά μάτια πού τούς ἐξισώνουν ὃμως μέ τά ζῶα, ἀφοῦ ἴδια μάτια ἔχουν καί τά ζῶα. Καί εἶναι μάτια πού δέν ἔχουν νο­ητική ὀρατότητα. Γι’ αὐτό τά παιδιά παθαίνουν αὐτό πού πα­θαί­νει καί τό σταθμευμένο σέ ἐπικλινές ἔδα­φος ὄχημα, ὅταν τοῦ λύ­σουν τό φρένο του. Λύνει τό φρένο τῆς σκέψης τῶν παιδιῶν, ἡ σημερινή παι­δεία, χω­ρίς νά τά ἒχει μάθει νά ὁδηγοῦν τόν ἑαυτό τους, ὃπως ἒχει ὑπο­χρέωση, καί κα­­τρα­κυ­λοῦν στόν κατήφορο τῆς φαντασίας καί τοῦ κτηνισμοῦ, καί δέν ἀντι­λαμβά­νον­ται πλέ­ον τό νόημα τοῦ ἠθικοῦ γκρεμοῦ, πού τόν συνι­στᾶ ἡ Δαρβίνια κλιμά­κωση τῶν εἰ­δῶν. Γκρε­μί­ζονται καί τό γκρέμισμα τό θε­ωροῦν κατόρθωμα. Καί καυ­χώνται ὅτι εἶναι καί προ­οδευτικοί καί ὀρθο­λογι­στές, προφανῶς γιά νά τήν ἐπιβεβαιώσουν συγ­χρο­νισμένη τήν ἠλιθιότη­τά τους. Γι' αὐτό ἡ παγκόσμια κοι­νωνία ἒγινε παγκόσμια ζοῦγκλα.
Διαφαίνεται λοιπόν ἡ διάταξη τῆς μεθόδευσης, μέ τήν ὁποία ἡ φύση ἐπέβα­λε τήν κλιμάκωση τῶν εἰδῶν, στήν γῆ: Κάθε βῆμα τῆς φυσικῆς προόδου ἔγινε συστη­ματικά, δη­λα­δή ἀ­­ναγκαστικά, ἀφοῦ ἔγινε ὂχι μέ ἐξέλιξη, ἀλλά μέ ἀντι­στροφή τῶν ὅρων φορᾶς καί προόδου. Γιά νά ἐξελιχθεῖ ἕνα εἶδος, πρέπει νά δια­πλάσει ἀνωτε­ρότητα ἐπί τῆς κατωτερότητας, καί νά τό περιέχει τό ὕψος τῆς κα­τω­τερότητας πού μέ ὑ­πέρβαση τό ξεπέρασε, ὅπως καί ὁ ὄροφος πού ἀποτε­λεῖ τήν ὑπέρβαση τοῦ εἰσογείου τό περιέχει τό ὕψος τοῦ εἰσο­γείου. Ὅπως δέν εἶναι δυ­να­τό νά ὑπάρχει ὄροφος χωρίς νά ὑψώνεται πάνω σέ εἰσόγειο, ἔτσι καί ἡ ἀπό ἐξέλιξη προερ­χό­μενη ἀνω­τερότητα δέν μπορεῖ νά μή περιέχει τήν κατωτερότητα τοῦ εἲδους, ἐπί τοῦ ὁ­ποίου διαμορ­φώ­θηκε. Ἂν δέν τό περιέχει τό ὓψος τοῦ εἲδους πού τό ξε­πέρασε καί δέν ὑψώνεται πάνω σ' αὐτό, ὃπως ὁ ὃροφος ὑψώνεται πάνω στό εἰσόγειο, ὂχι μόνο παραμένει στάσιμο, ἀλλά χά­νει τό  γνώρισμα τοῦ ἐξελιγμένου καί ἀνώτερου, ὃπως ὁ ὂ­ροφος πού δέν ὑψώνεται πάνω σέ εἰσόγειο, χάνει τό γνώρισμα τοῦ ὀρόφου,. 
Ὑπάρχει λοιπόν κανένα τέτοιο φαινόμενο, καμμιά τέτοια διάταξη στήν ἐπί­γεια φυσική πρόοδο; Λένε οἱ ἐξελικτές ὃτι ἡ ζωή βγῆκε στήν γῆ ἀπό τήν θά­λασ­σα. Ὁ ἂνθρωπος, πού εἶναι κορυφαίο εἶδος στήν κλίμακα τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, γιατί πνίγεται καί πεθαίνει στήν θάλασσα; Μέ ποιά συλλογιστική μπο­ρεῖ λοιπόν νά θεωρηθεῖ ὃτι προέρχεται ἀπό ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν πού βγήκαν ἀπό τήν θάλασσα, ὃταν δέν περιέχει τίς δυνατότητες πού ἒχουν τά θαλασσινά ζῶα; Ὃπως καί ὁ ὃροφος μέ ποιά συλλογιστική μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὂροφος, ὃταν δέν ὑψώνεται πάνω σέ εἰσόγειο;
Πῶς ἔγινε ἀνώτερο τό στεριανό εἶδος, ἀφοῦ ἀκόμα καί ὁ ἄνθρωπος πού εἶ­ναι τό κορυφαῖο εἶδος στήν κλίμακα τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, πνίγεται στήν θάλασσα καί πεθαίνει; Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ὀρόφου χρησιμοποιεῖ μέ τήν ἴδια εὐ­κολία καί τό ἰσόγειο. Ἡ ζωή πού βγῆκε ἀπό τήν θάλασσα στήν στεριά, γιατί δέν μπορεῖ νά ζήσει καί τήν θάλασσα; Βγαίνοντας ἀπό τήν θάλασσα στήν στεριά, ἀντί νά γίνει ἀνώτερη, ἔγινε κατώτερη; Ὃταν τό ζῶο πού ζοῦσε στήν θάλασσα ἐξελίχθηκε καί ἒγινε στεριανό, ἀλλά τό ἐξελιγμένο εἶδος του πε­θαί­νει στήν θάλασ­σα, ποιά εἶναι  ἡ ἐξέλιξη;
Ἀλλά κι’ ἄν πραγματικά ἡ ζωή ἒχει βγεῖ στήν στεριά ἀπό τήν θάλασσα, ὅπως λένε οἱ ὀπαδοί τῆς θεωρίας αὐτῆς, καί πάλι ἡ πρόοδος δέν ἒγινε μέ ἐξέλιξη, ἀλλά μέ πλήρη ἀντιστροφή τῶν ὅρων φορᾶς καί προόδου. Διότι, ἐνῶ τά θα­λασσινά ζῶα πού ζοῦν ἄνετα στήν θάλασσα, πεθαίνουν στήν στεριά, τά προελθόντα ἀπό τήν θάλασσα εἴδη ζοῦν ἄνεται στήν στε­ριά, πεθαίνουν στήν θάλασσα. Ἒχομε λοιπόν πλήρη ἀντιστροφή τῶν ὃρων. Ἄρα, κι' ἂν κόμα ἡ ζωή ἀπό τήν θάλασσα βγῆκε στήν στεριά, ἡ πρόοδος δέν ἒγινε μέ ἐξέλιξη ἀλλά μέ ἀντιστροφή τῶν ὃρων. Γιά νά μήν ἀντιστραφοῦν οἱ ὃροι, τά ζῶα πού εἶναι ἀπόγονοι αὐτῶν πού βγῆκαν ἀπό τήν θάλασσα στήν στεριά, πρέπει νά ζοῦν ἂνετα στήν θάλασ­σα καί στήν στεριά. Ὃμως κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει.
Χωρίς τήν ἀντιστροφή τῶν ὃρων προόδου, τό ἀποτέλεσμα θά ἦταν ἀνάπτυξη τοῦ ἐγνωσμένου εἲδους, καί ὂχι ἐξέλιξη σέ ἂλλο ἂγνωστο εἶδος. Χω­ρίς τήν ἀνατιστροφή τῶν ὃρων, ἡ ἐξελιξη θά ἀπέδιδε μεγαλύτερα μεγέθη τοῦ ἐγνω­σμένου εἲδους. Ἡ θερμότητα μέ ἐξέλιξη θά ἀπέδιδε μεγαλύτερα μεγέθη θερμό­τητας. Συνεπῶς, γιά νά σημειωθεῖ ἐξέλιξη, πρέπει νά ἀντιστραφοῦν οἱ ὃ­ροι καί τό ἀποτέλεσμα τῆς προόδου νά ἀποδώσει ἂλλο εἶδος, ὃπως ἒγινε κατά τήν κοσμογο­νία καί τήν θερμότητα τήν δια­δέχθηκε τό ψῦχος. Ἒτσι ἒγινε καί ἡ ἀναγωγή ὃλων τῶν εἰ­δῶν, μέ πλήρη ἀντιστροφή τῶν ὃρων. Ὃταν ὃ­μως ἡ ἀναγωγή τῶν εἰδῶν γίνεται μέ ἀ­ν­τι­στροφή τῶν ὃρων προόδου, δέν μπο­ροῦ­με νά μιλᾶμε γιά ἐξέ­λιξη καί νά ἒχει σοβαρότητα ὁ λόγος μας. Συνεπῶς αὐτοί πού σήμερα διδά­σκουν τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, δέν τήν ἒ­χουν ἐλεύθερη τήν σκέψη τους. Τήν ἒχουν παγιδευμένη στόν ἀντιχριστισμό τους, καί γι' αὐτό εἶναι ἂσχε­τοι μέ τήν πραγματικότητα. 
Τά ζῶα τῆς στεριᾶς προέρχονται ἀπό δημιουργία καί ὂχι ἀπό ἐξέλιξη τῶν θαλασσινῶν. Διότι ἡ ἐξέλιξη προϋποθέτει ἀνάπτυξη καί ὄχι ἄρνησή τῆς ἀφετη­ρίας της. Ἄν προ­έρ­χο­ν­ταν ἀπό ἐξέλιξη τῶν θαλασσινῶν τά χερσαῖα ζῶα, ὅ­πως ὁ ὄροφος πε­ριέχει τό ὕψος τοῦ εἰσο­γείου θά περιεῖχαν τίς δυνατότητες τῶν θαλασσινῶν καί δέν θά πέθαιναν στήν θάλασσα.
Ἡ πρόοδος ὃμως πού γίνεται μέ ἀντιστροφή τῶν ὅρων καί ὄχι μέ ἐξέλιξη, δημιουργεῖ ἀνωτερότητα, ὂχι μόνο ἂγνωστη ἀλλά καί ἀντίθετη πρός τό γνω­στό εἶδος πού ξε­πε­­ράσθηκε, δημιουργεῖ ἄλλο, νέο καί ἂγνωστο εἶδος. Ὃπως κατά τήν κοσμογονία στήν θερμότητα τῆς πύρινης ὓλης προστέθηκε τό ψύχος, πού ὄχι μόνο δέν εἶναι ἐξέλιξη τῆς θερμότητας, ἀλλά εἶναι καί ἰδίωμα ἂκρως ἀντίθετο πρός τήν θερ­μό­τητα, καί ἡ θερμότητα δέν μπορεῖ οὒ­τε νά τό προσλά­βει. Τό ψύχος ὃμως τήν περιέχει τήν θερμότητα, ὃπως ὁ ὂροφος περιέχει τό ὑψος τοῦ εἰσογείου, ἀ­φοῦ τά ψυχρά εἲδη ἀναφλέγονται. Βεβαίως πρῶτα δημιουργή­θηκαν τά ὑδρό­βεια ζῶα, τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή· ἀλλά τά στεριανά ζῶα δέν προῆλθαν ἀπό ἐξέλιξη τῶν θα­λασ­σινῶν. Ἄν τά ζῶα τῆς στεριᾶς προέρχονταν ἀπό ἐξέλιξη τῶν θαλασσινῶν, ἡ γνώση τῆς ἐπιβίωσης στήν θά­λασσα θά ἦταν γνώση κλη­ροδοτημένη στούς ἀπογόνους, καί τά στεριανά ζῶα δέν θά πέθαι­ναν στήν θάλασσα. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ. Τό λέγει ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰ­δῶν; Λέγει ὅτι τά ἀποτελέ­σματα τῆς μακρᾶς ἐξελικτικῆς προσ­αρ­μωγῆς κληροδοτοῦν­ται στούς ἀπογό­νους. Πῶς κληροδοτοῦνται λοιπόν, ὅ­ταν τό ἐπίτευγμα τῆς ἐξέλιξης χάνει τίς δυνατότητες πού εἶχε τό προηγούμενο εἶδος, καί τό στερι­ανό ζῶο πού εἶναι ἐξέλιξη τοῦ θαλασσινοῦ δέν μπορεῖ νά ζήσει στήν θάλασ­σα;
Τό φυτό γιά νά ἐξελιχθεῖ καί νά γίνει ζῶο, πρέπει νά περπατήσει· ἀλλά γιά νά περπατήσει πρέπει νά ξε­ριζωθεῖ. Ὅταν ὅμως ξεριζωθεῖ, ἀντί νά γίνει ζῶο «πεθαίνει». Ὃπως καί τό ψάρι στήν στεριά ἀν­τί νά γίνει στεριανό, πεθαίνει. Αὐ­τή ἡ πραγματικότητα, δη­λαδή ἡ ἀδυναμία γιά μιά θελημένη καί εὐ­θεία ἐξέ­λιξη, ἰσχύει καί διέπει ὅλα τά φυσικά εἴδη, ἐκτός ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἐκ-τός ἀ-πό τόν ἄν-θρω-πο. Διότι στό ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου ἀντι­στρέφονται πλέον καί οἱ ὅροι προόδου καί καταργεῖται ἡ διάταξη τῆς μέ ἀντιστροφή τῶν ὃρων προό­δου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορι­σμένος νά ἐνταχθεῖ στήν ἐν ἐλευ­θερία καί ἁρμονία ζῶσα παντοτινότητα, χω­ρίς νά ἀποβάλ­λει τόν προηγούμενο ἑαυτό του. Διότι τό ἐπόμενο εἶδος τοῦ ἀνθρώπου, τό ὑπαρξιακό, δέν θά εἶναι ἂ­γνωστο καί ἀντίθε­το τοῦ προηγούμενου ἐπίγειου, ἀλλά θά εἶναι ἔρ­γο του. Θά εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἒργων τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Καί μόνο μέ θελημένη καί ἒλεύθερη πορεία μπορεῖ νά κι­νη­θεῖ πρός αὐτή τήν κα­τεύθυνση καί νά ἐ­πιτύχει τήν ὄντωσή του, ὁ ἄν­θρωπος, γιά νά τήν ἔχει θελη­μένη ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὄχι ἀναγκαστική, τήν παντο­τινή ὀντότητά του, ἐπειδή ἡ ἀνα­γκαστικά ὑ­πάρ­χουσα ὀντότητα εἶναι ἀνεπίδεκτη ἐλευθερίας.
Ἀλλά οἱ πιστοί τῆς θεωρίας τῆς ἐξέλιξης τῶν εἴδῶν, ἀντιθέτως, ἐξέλιξη τέ­τοια ἀναγνωρίζουν σέ ὅλα τά εἴδη, καί τήν καταργοῦν στό εἶδος τοῦ ἀν­θρώ­που. Τήν ἀ­ναγνωρίζουν δηλαδή ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει καί τήν καταργοῦν ἐκεῖ πού ἀπο­τελεῖ τήν προ­ϋπόθεση τῆς ἀναγωγῆς. Τόν ἄνθρωπο τόν θεωροῦν προ­ο­­ρι­­σμέ­νο ὄχι νά ἐξελιχθεῖ καί νά γίνει ἀνώτερο καί παντοτινό εἶδος, ἀλλά νά κα­ταρ­γηθεῖ διά τοῦ θανάτου καί νά μηδενισθεῖ. Δηλαδή στήν πρώτη πλάνη τους προσθέτουν καί δεύτερη. Ἀλλά ὃταν ἡ ρίζα εἶναι πλάνη, πλάνη θά εἶναι καί ὁ καρπός της, ὁπως σάπιος γίνται καί τῆς σάπιας ρίζας ὁ καρπός.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος νά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία παντοτινότητα, καί γι' αὐτό δέν θά καταργηθεῖ τό ποιόν τῆς ἐπίγειας διαγωγῆς του, αὐτό πού ὁ ἴδιος τό διαμορφώνει, καί εἶναι θελημένο, καί ἐ­πειδή εἶναι θελημένο εἶναι καί δεκτικό ἐλευθερίας, καί μέ αὐτό θά ἐνταχθεῖ. Ἀπό τό ἀνεπίδεκτο ἐλευθερίας ὑλιγενές ἐπίγειο σωματικό εἶδος τοῦ ἀνθρώ­που, ἀπό αὐτό πού ἀναγκαστικά τό ἔχει καί δέν εἶναι δικό του, θά «γεννηθεῖ» λοιπόν τό ἐξαϋ­λομένο καί θελημένο καί δια­μορ­φωμένο ἀπό τά ἐπίγεια ἔργα τά δικά του παντοτινό εἶδος καί ποιόν του. Δηλαδή μέ τά ἒργα τῆς ἐ­πί­γειας ζωῆς του, ὁ ἂν­θρωπός, δημιουργεῖ τήν θελη­μένη καί γι' αὐτό δική του παντο­τινή ὀντό­τητα. Καί τό ποι­όν τοῦ ἀνθρώπου, πού θά εἶναι ἒρ­γο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καί γι' αὐτό θά εἶναι δικό του εἶδος, ἐ­πει­δή εἶναι ἒργο τῆς ἐλεύθε­ρης θέλη­σής του, θά γίνει παντοτινή ὀντότητά του.
Τό ἐπίγειο εἶδος του, πού ἀναγκαστικά τό ἒχει καί εἶναι προσωρινά ἐλεύθερο, δέν θά καταργηθεῖ. Ὅπως δέν εἶναι δυνατό ἀπό τό αὐ­γό τῆς ὀχιᾶς νά βγεῖ πεταλοῦδα, ἔτσι δέν εἶναι δυνατό καί ἀπό τό σῶμα τοῦ κακούργου νά βγεῖ ἄγγελος. Τό ἐπίγειο εἶδος τοῦ ἀν­θρώ­που, ἐπειδή αὐτό δια­μορ­φώνει τόν χαρακτήρα τῆς παντοτινῆς ὀντότητάς του, θά ἔχει ἀπόλυτη σχέση μέ τό εἶδος πού δημιούργησε. Δηλαδή τό παν­το­τινό εἶ­δος του, ἐπειδή θά εἶναι ἔργο τοῦ ἐπίγειου χαρακτήρα του, θά ἔχει πλή­ρη σχέ­ση μέ τήν ἐπίγεια ὀντότητά του. Γι’ αὐτό οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας λένε ὅτι στόν κόσμο τῆς παντο­τινότητας οἱ ἄνθρωποι θά γνωρίζονται μεταξύ τους.
Ἀλλά τήν ὄντωση καί ἔνταξή του στήν ζῶσα παντοτινότητα δέν θά τήν ἐπι­τύχει ποτέ κανένας ἄνθρωπος, ἄν δέν ζητήσει τήν βοήθεια τοῦ δημιουργοῦ. Μέ τίς δικές του μόνο δυνάμεις δέν μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ σωστά καί νά γίνει ὀντό­τητα ἄξια νά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα παντοτινότητα, ἐπειδή ὑπάρχουν οἱ σατανικές δυνάμεις πού ἀντιδροῦν στήν ὄντωσή του. Πρέπει λοιπόν νά τήν ζη­τήσει τήν ὄν­τωσή του καί μάλιστα ἐπίμονα, γιά νά γνωρίζει καί τήν εὐργεσία τοῦ Θεοῦ· ἀφοῦ τήν ἐπίγεια ὑπόστασή του, ἐπειδή τήν πῆρε χωρίς νά τήν ζητήσει, τήν θεωρεῖ ἔρ­γο τυχαῖο καί ὄχι δοσμένη ἀπό τόν Θεό, καί ἐκτρέπεται σέ ἀχαριστία.
Δηλαδή, ἡ ὄντωσή του καί πάλι δέν θά γίνει μέ εὐθεία ἐξέλιξη, ἀφοῦ πε­θαίνει τό ἐπίγειο εἶδος του, πού ἀναγκαστικά τό ἔχει, δέν πεθαίνει ὅμως τό θε­λημένο καί ἀπό τόν ἴδιο διαμορφωμένο ποιόν του. Καί αὐτό τό ποιόν του εἶναι πού θά προαχθεῖ μέ θεία ἐπέμ­βαση, ἀλλά μέ δικό του αἴτημα, γιά νά ξέρει ὃτι μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἔγινε, καί νά μή κάνει τό λάθος τοῦ Ἑωσ­φό­ρου, πού θέλησε νά ἐξελι­χθεῖ καί νά γίνει ἀνώτερος ἀπό τόν Θεό, καί ἀπό ἄγγελος ἔγινε σατανᾶς. Δικό του θά εἶναι τό εἶδος του, αὐτό πού θά τό δια­μορ­φώσει ὁ καθένας μέ τά ἐπίγεια ἒργα του, καί αὐτός εἶναι καί ὁ προορι­σμός τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ὁ Θεός θά βοηθήσει, ἀλλά δέν θά ἐπιβάλλει οὒτε ἐπιτυχία οὒτε ἀποτυχία ὀν­τογε­νετική. Ἡ ἐπιτυχία ἤ ἀπο­τυχία θά εἶναι ἀποκλει­στικά ἔργο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ὁριστική κρίση τοῦ ἔργο του θά γίνει ὅμως στό τέλος τοῦ φυσικοῦ κόσ­μου. Θά καταργηθοῦν τότε ὅλα ὅσα ἔγιναν ἀναγκαστικά, καί τό μέλλον τοῦ ἀν­θρώ­που θά εἶνα: ἤ μιά παντοτινή καί ἀνυπέρβλητα ἐλεύθερη καί ἁρμονική ζωή, ἤ μιά παντοτινή ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἁρ­μονίας. Αὐτή λοιπόν ἡ πραγμα­τικότητα, δέν πα­ρά­γει ἔννοιες παράδεισου καί κόλασης; Ἡ πλήρης ἐλευθερία καί τά μεγαλει­ώδη ποικίλματα τῆς ἁρμονίας καί τῆς ζῶσας ἐν ἐλευθερία παν­τοτινότητας, δέν ἀξίζει νά λέγονται πα­ρά­δεισος; Ὃταν στήν ἐ­πίγεια ζωή ἡ ἀπώλεια τῆς εὐεξίας πού προ­καλεῖ ἓνας ὀδοντό­πο­νος γίνεται ἀ­νυ­πό­φορη, ἡ ἀπώλεια τῆς ἐν ἐλευθερία ἁρμο­νίας, δέν θά ἀποδώ­σει ὀδυνηρό­τερη κατά­στα­ση, δηλαδή κόλαση; Ἀντιθέτως, τό νόημα τοῦ ὅρου παράδεισος δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ἀ­πο­δώσει τίς ὡραιότητες τῆς ἐν ἐλευ­θε­ρία καί ἁρμονία ζῶσας παντοτινότητας, καί τό νόημα τοῦ ὃρου κόλαση δέν εἶναι ἀρκετό νά ἀποδώσει τήν ἀπωλεια τῆς εὐεξίας.
Οἱ προσθῆκες πού ἀναβάθμισαν τήν δαρβίνια κλίμακα τῶν εἰδῶν, δόθηκαν στά εἴ­δη τῶν ζώων χωρίς νά ζητηθοῦν ἀπό αὐτά, ἐπειδή δέν ἒχουν ὑπαρξιακό προορισμό. Τό κάθε νέο καί ἀνώτερο εἶδος δέν προῆλθε ἀπό ἐξελικτική ἱκα­νό­­τητα τοῦ κατώτερου, ἀλλά ἀπό δημιουργία καί προσ­θήκη ἀνωτερότητας, καί γι’ αὐτό τά ἄποδα ἑρ­πε­τά μένουν ἀκόμα ἄ­πο­δα. Τά ἀ­νώ­τερα εἴδη προήλθαν ἀπό προσθήκη ἀνωτερότητας καί ὄχι ἀπό ἐ­ξέλιξη τοῦ κατώτερου. Γι' αὐτό καί τό κάθε κατώτερο εἶδος δέν μπορεῖ οὒτε νά τό προσλάβει τό εἶδος τοῦ ἀμέ­σως ἀνώτερου. Ὁ πίθηκος, πού προσπάθησαν νά τόν διδάξουν συμπεριφορά ἀνθρώπου, γιά νά τήν ἀποδείξουν ἀληθινή τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου, αὐτοκτό­νησε· δέν τό ἂντεξε τό τέντωμα πού τοῦ κάνανε. Ὁ ἄν­θρωπος ὅμως οὔτε ἄλ­λο εἶδος θά γίνει οὔτε θά ξα­ναδημιουργηθεῖ, γιά νά ἐν­ταχθεῖ στήν παντοτινή ζωή. Θά προαχθεῖ εἰδικά, γιά νά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα παν­τοτινότητα, φέροντας ὅμως ἐξαϋλομένο καί ἄφθαρ­το τό χαρακτηριστικό τοῦ ἐπίγειου ἦθους του, πού αὐτός τό διαμόρ­φωσε μέ τά ἐπίγεια ἒργα του, καί μέ αὐτό θά ἐνταχθεῖ στόν κόσμο τοῦ εἶ­σθαι. Δη­λα­­δή θά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα παν­το­τι­νότητα μέ τό ποιόν τό δικό του, πού ὁ ἴδιος τό διαμόρφωσε στήν ἐπίγεια ζωή του, γιά νά εἶναι αὐτοσύστατος καί αὐτοπρόσωπος καί ὂχι ἑτεροσύστατος σάν τό ἂγαλμα.
Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει τήν δικαίωση τῆς ἐλευθερίας του μέ τίς δικές του μόνο δυνατότητες, πρέπει νά τήν ζητήσει ἀπό τόν δημιουργό του, καί μάλιστα ἐπίμονα. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀξία τῆς προσευχῆς εἶναι ἀναντικατάστατη. Στρέ­­­­φει τόν ἄνθρωπο πρός τό ἄγνωστο ὑπαρξιακό μέλλον, καί τόν ξεκολλάει ἀπό τά κτηνώδη γήινα. Τόν βοηθάει νά κατακυριεύσει τήν γῆ, καί νά ὑψωθεῖ πά­νω ἀπό τά γήϊνα. Μήπως ἡ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τέλεια, καί ἡ διάτα­ξη τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν ἐξαντλήθηκε στό ὕψος τό δικό του;
Αὐτό λοιπόν πού οἱ ἐξελικτές πιτεύουν ὃτι τό ἒκαναν τά ζῶα καί ἐξελίχθη­καν, πρέπει νά τό κάνει ὁ ἂνθρωπος, γιά νά δικαιώσει τήν ὂντωσή του καί νά ἐν­ταχθεῖ στήν ζῶσα παντοτινότητα, ἐπειδή μόνο αὐτός ἒχει ὑπαρξιακό προο­ρισμό. Ἂν δέν τό κάνει, βεβαίως θά εἶναι ἒνοχος, καί πολύ περισσότερο ἒνο­χος θά εἶναι αὐτός πού πιστεύει ὃτι τό ἒκα­ναν τά κατώτερα ζῶα, ἀλλά δέν θά τό κάνει αὐτός.
Ἄν κάποιος ἀρνηθεῖ τήν ἀναπνοή του, θά εἶναι λιγότερο ἀνόητος ἀπό αὐτόν πού ἀρνεῖται τήν προσευχή. Ἐπειδή ὅμως εἶναι τόσο ἀνώτερη ἡ ἀξία τῆς προ­σευ­­χῆς, εἶναι καί τό πιό δύσκολο ἔργο γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλα τά ἄλλα πού πρέ­πει νά κάνει, εἶναι πολύ πιό εὔκολα ἀπό τήν προσευχή. Ἐπειδή μέ τήν προ­σευ­χή ἀκολουθεῖ σωστά τήν πρός τήν ὄντωση πορεία του, ὁ σατανᾶς, γιά νά μή τοῦ πάρει ὁ ἐπιτυχημένος ἂνθρωπος τήν θέση του πού εἶχε στό ὑπάρχειν ὃταν ἦταν ἂγγελος, ἀγωνίζεται νά τοῦ ματαιώσει τόν προορισμό του, δυσκο­λεύ­οντας τήν προσευχή του. Γι' αὐ­τό καί ἡ ἀξία της εἶναι ἀνεκτίμητη τόσο, ὃσο καί ἀπαραίτητη.
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ προορισμός τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου: Ἡ διά­πλα­ση τῆς θελημένης ἀπό τόν ἴδιο παντοτινῆς ὑπόστασής του. Ἐπειδή δέν εἶναι δυνατό νά τοῦ φτιάξουν ἄλλοι τήν ὑπόστασή του καί νά λέγει ἐγώ, καί μέ ξένη ὑπόσταση νά γίνει παντοτινή ὀντότητα, γιά νά εἶναι αὐτοπρόσωπος πρέπει νά εἶναι καί αὐτοσύστατος, καί γι' αὐτό αὐτός θά τήν συστήσει τήν ὀντοτητά του.
Χρειάζεται λοιπόν ἀνυπέρβλητη ἠλιθιότητα, γιά νά νομίζει κανείς ὅτι αὐτό πού γίνεται, ὅ,τι κι’ ἄν εἶναι, γίνεται γιά μήν εἶναι. Ὃ,τι γίνεται, γιά νά εἶναι γίνεται, γιά νά ὑπάρ­χει γίνεται. Ἀκόμα καί ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος, δέν φτιάνει ποτέ κάτι γιά νά μήν εἶναι καί νά μή τό ἔχει. Ὅ,τι φτιάνει, τό φτιάνει γιά νά εἶ­ναι καί νά τό ἔχει. Καί φτιάνει ἀκόμα καί ἀχρείαστα πράγματα, ὄχι γιά νά μήν εἶναι ἀλλά γιά νά εἶναι, κι' ἂς μή τοῦ χρειά­ζονται. Καί τά συντηρεῖ, γιά νά μή φθαροῦν. Εἶναι λοιπόν δυνατόν ἡ ὑπαρξιακή πραγματικό­τητα, πού καί τόν ἂνθρωπο ἒφτιαξε, καί πού τό μεγαλεῖο της βεβαιώνεται ἀ­κόμα καί ἀπό αὐτόν τόν προ­σωρινό ἀλλά τεράστιο φυσικό κόσμο, εἶναι δυνα­τόν νά φτιάνει κάτι γιά νά μήν εἶναι, γιά νά πεθάνει καί νά μηδενισθεῖ;
Τήν ἔχουν λοιπόν αὐτή τήν ἠλιθιότητα, ὅλοι ἐκεῖνοι πού σήμερα καυχῶνται ὃτι εἶναι προοδευτικοί καί ὀρθολογιστές, πού πιστεύουν καί στήν ἐξέλι­ξη τῶν εἰδῶν, ἀλλά τήν ἐννοοῦν ἐξέλιξη πρός τόν μηδενισμό, ἀφοῦ δέχονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται γιά νά πεθάνει καί νά μηδενιστεῖ καί νά μήν εἶναι. Καί τήν ἒχουν πιό ἐνισχυ­μένη αὐτή τήν ἠλιθιότητα, ἐκεῖνοι πού ἔχουν καί πτυχία καί ἀξιώ­ματα, ὅποιοι κι’ ἄν εἶναι, καί περισσότερο αὐτοί πού τήν διδάσκουν τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν ὡς γνώση ἐπιστημονική.

Γιάννης Μιχαηλίδης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου