Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ἐκτός προορισμοῦ ἡ παιδεία σήμερα

Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού καθῆκον τους εἶναι νά προστατεύουν τά παιδιά ἀπό τίς συμπληγάδες πέτρες τῶν ἀπατεόνων, πού παρασιτοῦν στήν κοινωνία μέ τίς μόδες, μέ τίς ἀπατεονικά λεγόμενες «καλές τέχνες» καί μέ τούς συρμούς; Καί ὁδηγοῦν τά παιδιά στήν πνευματική παράλυση, γιά νά τά κάνουν εὔκολα θύματα; Ποῦ εἶναι ἡ παιδεία; Ποῦ εἶναι ἡ πολιτεία; Ποῦ εἶναι ἡ ἐπιστήμη;
Θά μοροῦσε κάποιος νά εἰπεῖ, ποῦ εἶναι ἡ ἐκ­κλησία. Ἀλλά θά τό εἰπεῖ ἀπό σα­τα­νική πονηρία, γιά νά προκαλέσει σύγχυση. Τήν ἐκκλησία τήν φίμωσαν σήμερα μέ τά ἀπατεονικά περί διαφωτισμοῦ καί προοδευτισμοῦ συνθήματά τους, οἱ σημερινοί ἀλῆτες διανοούμενοι, χρησιμοποι­ών­τας σάν τόν ληστή τό σπαθί τοῦ νόμου, καί σάν τό στιλέτο τοῦ δολοφόνου τήν ψεύτικη δόξα τῆς τεχνολογίας, αὐτοῦ τοῦ καταστροφέα τῆς κάθε φυσι­κό­τητας, καί πῆραν τόν λόγο, μέ τόν τρόπο πού οἱ χοῦντες τῶν στρατι­ω­τικῶν παίρ­νουν τήν πολιτική ἐξουσία.
Σήμερα τόν λόγο τόν ἔχει ἡ καθαρματοδασκάλα, πού τήν πορνοσχολή της τήν κουβαλάει καί τήν εἰσάγει στό κάθε σπίτι, ἡ τηλεόραση. Αἰχαμαλώτισε τήν παι­δεί­α, καί μέ ἰσχύ θηρίου τήν πέταξε ἒξω ἀπό τόν πλανήτη μας.
Τί δίνουν σήμερα στά παιδιά μας ἡ παιδεία καί ἡ ἐπιστήμη;
Κό-προ δίνουν. Κτηνισμό διδάσκουν. Καί γι' αὐτό τά παιδιά ἀναζητοῦν τήν χα­ρά τῆς ζωῆς στά κτηνώδη ἐνδιαφέροντα καί στά ναρκωτικά. Σέ καμμιά σχολή δέν διδάσκεται ἀνθρωπιά σήμερα. Καί μάλιστα κάποιοι κτηνι­σμέ­νοι ἐκπαιδευτικοί ἀπαιτοῦν νά ἐκ­βλη­θοῦν ἀκόμα καί τά ἴχνη κάποιας τυπικῆς πλέ­ον ἀνθρωπιᾶς, πού ἀπομέ­νουν στήν παιδεία. Καί ὕστερα ἀποροῦν για­τί τά παιδιά στρέφονται στά ναρκωτικά. Ἀφοῦ δέν εἶναι δυνατό νά ἱκανοποι­ηθοῦν μέ τήν κόπρο πού τούς δίνουν ἡ παι­δεία καί ἡ ἐπιστήμη καί ἡ πολιτεία, ἤ μέ τό κυνήγι τῆς χίμαιρας πού μέ σατανική ἀπατεονιά καλ­λι­εργεῖ ὁ κτηνικός Φραγκοαμερικάνικος πολιτισμός, ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἱκανοποίηση στά ναρκωτικά καί στήν κτηνωδία τῆς πορ­νείας. Ἀπό­δειξη αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, πού δέν ἱκανοποιεῖ τήν ἀνάγκη χα­ρᾶς τῶν παιδιῶν, εἶναι ὄχι μόνο ἡ στροφή τῶν παιδιῶν στά ναρ­κω­τικά, ἀλλά καί στήν αὐτοκτο­νία κά­ποιων ἐπώνυμων μάλιστα καί διάσημων καί ἔνδο­ξων ἐκ­προσώ­πων τοῦ σημερι­νοῦ κτηνικοῦ πολιτισμοῦ.
Γιά τήν ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος, ἐπειδή μέ τά περί διαφωτισμοῦ καί προοδευτισμοῦ ἀπατεονικά συνθήματά τους κατάφεραν νά τήν φιμώσουν οἱ κτη­νισμένοι διαφωτιστές. Μέ ὅπλο τους τήν ἀ­πατηλή δόξα τῆς τεχνολογίας, αὐτοῦ τοῦ κατα­στρο­­φέα τοῦ φυσικοῦ καί κοινωνικοῦ περιβάλλο­ντος, ὁ κτηνισμός τῶν διαφω­τιστῶν κυριάρχησε στήν παιδεία καί στό πεδίο τοῦ λόγου, καί τήν κοινωνία τήν ἒκανε ζοῦγκλα. Κυρι­άρχησε μέ τόν τρόπο πού καί ἡ χοῦντα τῶν συνταγ­μα­ταρ­χῶν εἶχε κυριαρχήσει στό πολιτικό πεδίο. Τό γεγονός βα­σα­νίζει σήμερα τήν κοινωνία, ἀλλά γιά ἐμᾶς μακρόπνοα δέν εἶναι ἀνησυχητικό, ἀφοῦ εἶναι σαφῶς προφη­τευμένο καί ὁρισμένο καί τό τέλος του. Ἡ ἀποκάλυψη λέγει ὅτι θά δοθεῖ ἡ δυ­νατότητα στό ἀντίχριστο θηρίο, στόν κτηνικό πολιτισμό δηλαδή, νά νικήσει τούς ἁγίους, ἀλλά ἡ νίκη του δέν θά εἶναι ὁριστική. Λέγει:
«Τό θηρίον τό ἀναβαίνον ἐκ τῆς ἀβύσσου (= ὁ κτηνικός πολιτισμός ἀπό τήν ἂβυσ­σο τοῦ ὑπόκοσμου,) ποιήσει μετ’ αὐτῶν (μέ τούς ἁγίους) πόλεμον καί νικήσει αὐτούς καί ἀποκτενεῖ αὐτούς, καί τό πτῶμα αὐτῶν ἐπί τῆς πλατείας τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἥτις καλεῖται πνευμα­τικῶς Σόδομα καί Αἴγυπτος, ὅπου καί ὁ Κύριος αὐτῶν ἐσταυρώθη ... καί μετά τάς τρεῖς ἡμέρας καί ἥμισυ, πνεῦμα ζωῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ εἰσήλθεν εἶς αὐτούς καί ἔστησαν ἐπί τούς πόδας αὐτῶν».  (Ἀποκ. 11, 7)
Τό ἀντίχριστο θηρίο, (=ὁ κτηνικός πολιτισμός) λέγει ἐδῶ ἡ προφητεία, θά νικήσει τόν λόγο τῆς ὀρθο­δο­ξίας, καί θά σκοτώσει τούς προφῆτες (=τό κύρος τοῦ προφη­τικοῦ λόγου) στήν πλα­τεία τῆς πόλης πού πνευματικά ὀνομάζεται Σόδομα καί Αἴγυπτος. Δηλαδή ὁ ἀντιχριστισμός θά ἀναπτυχθεῖ ἐκεῖ πού θά ἔχει κυριαρχήσει ἡ πορνεία καί ἡ ὁ­μοφυλοφυλία, ὅπως στά Σόδομα τότε, καί ἡ αἰχ­μαλωσία στήν ἰσχύ τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἡ αἰχμα­λωσία τῶν Ἑβραίων στήν Αἴγυπτο. Ἀλλά ἡ νίκη του θά εἶναι προ­σ­ωρινή, ἀφοῦ πνεῦμα Θεοῦ θά τό ἀναζωο­γονήσει τό κύρος τοῦ λόγου τῆς ὀρθο­δοξίας.

Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, πού καυχιέται ὃτι εἶναι προοδευτικός, δέν ἔχει πνευματικά καί ὑπαρξιακά ἐνδιαφέροντα, ὃπως δέν εἶχαν καί οἱ Σοδο­μί­τες τότε. Τό δέ περιβάλλον τῆς ζωῆς του εἶναι Αἰγυπτιακό, βεβαίως, καί δέν μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό αὐτό τό ἁμαρτωλό περιβάλλον, ὅπως οἱ Ἑβραίοι δέν μπο­ροῦσαν νά ξεφύγουν ἀπό τήν αἰχμαλωσία τους στήν Αἴγυπτο, ἄν ὁ Θεός δέν ἐ­πε­νέβαινε μέ τήν ταφή τῶν Αἰγυ­πτίων στήν ἐρυ­θρά θάλασσα. Καί ὅπως αἰχ­μαλωτίσθηκαν στούς Αἰγύπτιους χω­ρίς νά τό καταλάβουν οἱ Ἑβραίοι, ἀφοῦ πήγαν μόνοι τους στήν Αἴγυπτο, ἔτσι καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰχμαλω­τί­σ­θηκε στήν ἰσχύ τῆς ἁμαρτίας καί δέν τό κα­τα­λαβαίνει. Πάσχει ὃμως καί τυραν­νιέται περισσότερο ἀπό ὅσο οἱ Ἑβραίοι στήν Αἴγυπτο. Ἡ παγκόσμια κοινωνία σταυρώνεται κάθε μέρα σήμερα, ἐπειδή οἱ ἀντί­χριστες ἰδέες πού κυριάρχησαν τήν μετάτρεψαν σέ ζοῦγκλα.
Γι’ αὐτό λοιπόν δέν ἔχει πνευματικά καί ὑπαρξι­α­κά ἐνδιαφέροντα, ὁ σύγ­χρο­νος ἄνθρωπος. Καί «τό πτῶμα ... (τό) ἐπί τῆς πλατείας», πού λέγει ἡ προφητεία, εἶναι ἡ ἀνθρωπιά. Πτῶμα εἶναι σήμερα ἡ ἀνθρωπιά, καί μαζί της ὁ κάθε ἂν­θρω­πος. Ἀντί νά ἐπιθυμεῖ τήν ἄνοδό του σέ ἀνώτερο ἐπίπεδο ζωῆς, ὁ σύγ­χρονος ἄν­θρωπος, ἐπιζητεῖ τήν ἑδραίωσή του στήν ἐγνωσμένη ἀλλά κτηνώδη αἰσθη­σι­ακή ἀξία τῆς σωματικῆς του ὑπό­στασης, σέ αὐτήν πού τήν ἔχει ἀναγκα­στικά, πού τόν ἐξισώνει μέ τά ζῶα, καί ἀναγκαστικά θά τήν χάσει στόν τάφο. Περιορίζει τήν ζωή του στήν μίμηση τῆς ζωῆς τῶν ζώων, ὁ ὁρίζοντας τῆς ζωῆς του ἐκτεί­νεται ἀπό τό φαῒ ἕως τήν πορνεία, καί εἶναι ἴδιος μέ τόν ὁρίζοντα ζωῆς τῶν σκουλικιῶν καί τῶν σαλιγκαριῶν. Τόσο χαμηλά ξέπεσε.
Ἀλλά τόν χαίρεται τόν ξεπεσμό του, καί καυχιέται ὅτι εἶναι προοδευτικός, ὅ­πως καί ὁ τρελός χαίρεται τήν τρέλα του καί καυχιέται ὅτι εἶναι μέγας Ἀλέξαν­δρος. Ἔτσι ὅμως ἀρνεῖται τήν ἂνοδό του σέ ἀνώτερο ἐπίπεδο ζωῆς, ὁ ἂν­θρωπος, καί παραμένοντας στάσιμος στά κτηνώδη αἰσθησιακά ἐνδιαφέροντα, λόγω τῆς ἠλιθιότη­τας πού τοῦ ἐπι­βάλλει ἡ στασιμότητά του, καυχιέται ὅτι εἶναι προο­δευ­τικός. Γίνεται ὅ­μως ἄσχετος μέ τήν ζῶσα ἐλευθερία καί τόν προορισμό τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καί κανέ­νας δέν μπορεῖ πλέον νά τόν διορθώσει, καί νά τόν κάνει ἀνώτερο ἀπό τά ζῶα, ἐπειδή ἐ­λευθερία ἀναγκα­στική δέν γίνεται.
Ὅταν λοιπόν ἡ φύση ἀντιστρέψει καί πάλι τούς ὅρους τῆς φυσικῆς προόδου (μέ ἀντιστροφή τῶν ὃρων προόδου ἒγινε ἡ ἀναγωγή τῶν εἰδῶν καί ὂχι μέ ἐξέλιξη, ὁπως μέ ἀντιστροφή τῶν ὃρων γίνεται ἡ ἀναβάθμιση τῶν σκαλοπατιῶν. Καί αὐτή θά εἶναι ἡ τελευταία ἐφαρμογή τῆς μεθόδου αὐτῆς)προσωρινότητα θά γίνει παντοτινότητα καί ἡ φθορά θά γίνει ἀφθαρ­σία. Τότε λοιπόν ὁ προσκολλημένος στήν κτηνώδη προ­σω­ρινή σωματική του ὑπό­σταση ἄνθρωπος, μέ δική του ἐπιλογή θά χάσει τήν δυνατότητα ἀναγωγῆς του σέ ὀντότητα ἀνώτερη, ἀφοῦ μέ τήν μέθοδο τῆς ἀντιστροφῆς τῶν ὃρων, ἡ προ­σωρινή ἀξία θά γίνει παντοτινή, καί τό φθαρτό θά γίνει ἄφθαρτο. Θά παραμείνει λοιπόν στήν κτηνώδη σωματική του ὑπόσταση, ὁ κάθε ἂνθρωπος πού σ' αὐτήν περιόρισε τά ἐνδιαφέροντά του, γιά νά εἶ­ναι ἡ τιμωρία του ὀδυνη­ρή στήν κόλα­ση, διότι μόνο μέ τήν σωματική του ὑπόστα­ση μπορεῖ νά τιμωρηθεῖ, ἐπειδή μόνο αὐτή ἐπιδέχεται πόνο. 
Ἡ πνευματική ἰδιότητα εἶναι οὐσία αὐτῆς τούτης τῆς ζῶσας ἐλευθερίας, καί κανένας πόνος δέν μπορεῖ ποτέ νά τήν ἀγγίξει. Ἡ ψυχή πού ἔχει πνευματική ἰδιότητα δέν πονάει, τό σῶμα πονάει. Ἡ ψυχή δέν γηράσκει, τό σῶμα γηράσκει. Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ ἄνθρωπος πού περιόρισε τά ἐνδιαφέ­ροντά του στή σωματική του ὑπόσταση, πού γι’ αὐτήν ἐργάσ­θηκε στήν ἐπίγεια ζωή του καί δέν εἶναι δυνα­τό γι' αὐτήν νά μή κακούργησε, αὐτήν θά ἔχει παντοτινή του ὑπό­σταση, ἐπειδή μόνο μέ αὐτή τήν σωματική του ὑπόσταση εἶναι δυνατό νά τι­μω­ρηθεῖ, καί μέ αὐτή θά ὑποστεῖ τίς ὀδύνες τῆς κόλασης.
Ὅταν λοιπόν ὁ νοήμων ἄνθρωπος, γιά νά μή χάσει τίς αἰσθησιακές ἀξίες τοῦ  ἐ­γνωσμένου ἑαυτοῦ του δέν δέχεται νά τίς ὑπερβεῖ γιά νά ὁδηγηθεῖ στήν ἀνα­γωγή του στίς ἀνώτερες αἰσθηματικές καί πνευματικές ἀξίες τῆς ζωῆς, σ’ αὐτές πού τίς βλέπει καί τίς κατανοεῖ καί καλά τίς ξέρει, καί ἐπί πλέον ξέρει καί ὃτι ὂχι μόνο δέν θά τίς χάσει τίς αἰσθησιακές ἀξίες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ἀλ­λά ἀκο­λου­θώντας τόν αἰσθηματικό τρόπο τῆς ζωῆς ἀκ­μαίες καί ἀπο­λαυστι­κό­τερες θά τίς ἔχει κι' αὐτές, ποιό ἄλ­λο εἶδος θά ἐπιθυμοῦσε νά ἐγκατα­λείψει τήν γνωστή του ὑπό­σταση, αὐτήν πού ἤδη τήν ἔχει καί τήν ξέρει, καί νά θέλει νά τόν ἀπο­βάλλει τόν ἐγνωσμένο ἑαυτό του, γιά νά ἐξελιχθεῖ Δαρβινικά; Ποιό ἂλλο εἶδος θά ἢθελε νά ἀρνηθεῖ τόν ἐγνωσμένο ἑαυτό του, γιά νά γίνει ἂλλο, καί μάλιστα εἶδος πού δέν τό ξέρει; Ὅπως ὁ πί­θηκος, ἀκόμα δέν τήν ξέρει καί δέν μπορεῖ καί νά τήν μά­θει τήν ἀνθρωπιά; Ἀλ­λά λόγω τῆς ἠλιθιότητας, ἀπό τήν ὁποία ἒπα­σ­χε ὁ Δαρβίνος, λέγει ὃτι ὁ πίθηκος ἐξελίχθηκε καί ἒγινε ἂνθρωπος; Ἄν τήν ἤ­ξε­ρε τήν ἀνθρωπιά, κάποιος πίθηκος, θά ἦταν ἄνθρωπος, καί δέν θά χρειαζόταν νά ξαναγίνει ἂνθρωπος, ὅπως αὐτός πού ξέρει τήν ἰατρική εἶναι γιατρός καί δέν χρειάζεται νά ξαναγίνει γιατρός. Δέν τήν ξέρει ὅμως ἀκόμα καί σήμερα τήν ἀν­θρω­πιά, ὁ πίθηκος, ἀλλά καί νά θέλει δέν μπορεῖ νά τήν μάθει, καί παραμένει πίθηκος.
Ἐδῶ λοιπόν ὁ νοήμων ἄνθρωπος προτιμᾶ ὄχι μόνο νά μήν ἐξελιχθεῖ, ἀλλά κάνει καί ἀγώνα γιά νά παραμένει στάσιμος στό ἐγνωσμένο πλέον αἰσθησιακό πλέγμα τῆς κτηνώδους σωματικῆς του ὑπόστασης, ἐνῶ ἡ πρόοδος ἀπαιτεῖ ὑπέρ­βαση τῆς ἐγνωσμένης ἀξίας, γιά τήν πρόσληψη ἄλλης ἀνώτε­ρης, αὐτός βυθίζε­ται στό ἐγνωσμένο πλέγμα τῶν αἰσθησιακῶν ἀξιῶν, πού εἶναι χαρακτηριστικές τοῦ κτήνους, καί συνιστοῦν τήν δεδομένη καί ἐγνωσμένη πλέον ἀξία τῆς ἐ­πί­γειας ζωῆς του, αὐτήν πού ἀναγκαστικά τήν ἔχει καί ἀναγκαστικά θά τήν χάσει διά τοῦ θανάτου. Παραμένοντας ὃμως περιορισμένος στήν ἐγνωσμέ­νη ἀξία εἶ­ναι δυνατό νά σημειωθεῖ πρόοδος; Καί ὃταν ὁ νοήμων ἀνθρωπος δέν θέλει νά βγεῖ ἀπό τήν ὑπόσταση τῆς ἐγνωσμένης αἰσθησιακῆς ἀξίας, γιά νά ἐξελιχθεῖ, ποιό ζῶο θά ἦταν ποιό λογικό ἀπό τόν ἂνθρωπο γιά νά τό ξεπεράσει τό ἐγνω­σμένο εἶδος του καί νά ἐξελιχθεῖ, καί νά γίνει εἶδος πού δέν τό ξέρει;
Ὁ ἂνθρωπος ξέρει ὃτι οἱ αἰσθηματικές ἀξίες τῆς ζωῆς εἶναι ἀνώτερες ἀπό τίς κτηνώδεις αἰσθησιακές. Ξέρει ὅτι γιά νά σημειωθεῖ νέα πρόοδος οἱ ἐγνωσμένες αἰσθησιακές ἀξίες πρέπει νά ξεπερασθοῦν. Νά ξεπερασθοῦν, ὄχι νά ἀπορριφ­θοῦν. Δηλαδή νά πάψουν νά εἶναι ἐνδιαφέροντα πρώτης προτεραι­ότητας. Ξέρει καλά ὅτι στό αἰσθησιακό πεδίο οἱ δυ­νατότητές του εἶναι ἴδιες μ' αὐτές τῶν ζώ­ων, καί σέ μερικές περιπτώσεις καί κατώτερες ἀπό αὐτές τῶν ζώων, ἀλλά καί πάλι περιορίζεται στήν ἐγνωσμένη κτηνώδη του ὑπόσταση. Πῶς λοι­πόν ὁ πίθη­κος θά ἀποφάσιζε νά θεωρήσει μηδαμηνή τήν ἐγνωσμένη του ὑπό­στα­­ση γιά νά ἀναζητήσει τήν ἀξία ἂνθρωπος, χωρίς νά ξέρει τί εἶναι ὁ ἂνθρω­πος;
Ξέρει, ὁ ἂνθρωπος, ὅτι μιμούμενος τήν διαγωγή τῶν ζώων, χάνει τό ὕψος τῆς ἀνθρωπιᾶς καί ξεπέφτει στόν κτηνισμό· ὅτι πάει πίσω χρονικά, ἐπειδή χρονικά τά ζῶα ἐμφανίσθηκαν στήν γῆ πρωτύτερα καί τήν ζοῦσαν ἔτσι ἀκριβῶς τήν αἰσθη­σιακή ζωή τους ὅ­ταν αὐτός δέν ἦταν. Καί ἐνῶ μιμούμενος τόν τρόπο ζωῆς τῶν ζώων, πού ἦταν ἐνεργός ὅταν αὐτός ἀκόμα δέν ἦταν στήν γῆ, γίνεται ἀναμ­φίβολα ὁπι­σθο­δρο­μικός, αὐτός καυχιέται ὄτι εἶναι προοδευτικός, καί κατηγορεῖ ὁπισθοδρομικούς αὐτούς πού ἀπομακρύνονται ὑπερβατικά ἀπό τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ζώων. Ἒτσι ὃμως τό δηλώνει ἀναμφίβολο, καί πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσε ἀναμφίβολο νά τό δηλώσει, τό μέγιστο μέγεθος τῆς ἠλιθιότητάς του;
Μιμούμενος λοιπόν ὁ ἂνθρωπος τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ζώων, πού τόν βρῆ­κε ἐνεργό, ὅταν αὐτός εἴτε μέ ἐξέλιξη εἴτε μέ δημιουργία ἐμφανίσθηκε στήν γῆ, στρέφεται πρός αὐτά πού ἦταν ὅταν αὐ­τός δέν ἦταν, καί κατά συνέπεια στρέφε­ται καί πηγαίνει χρονικά καί εἰδικά πίσω. Καί ἔτσι ἀρνεῖται τήν ἄνοδό του στό ὕ­ψος τῆς αἰσθη­ματικῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἐπειδή αὐτή ὄχι μόνο δέν ἐνεργο­ποι­εῖ­ται ὅπως οἱ αἰσθήσεις ἀναγκαστικά καί αὐτόματα, ἀλλά καί ὅταν μέ τήν θέλησή του τήν ἐνεργοποιήσει, ἀπαιτεῖ τήν ὑποταγή τῆς κτηνώδους ὑπό­στασής του στήν ἀ­νωτερότητα τῆς ἀν­θρωπιᾶς, καί γι' αὐτό δέν τόν δέχεται τόν αἰσ­θη­ματικό τρόπο ζωῆς.
Ποιό ἄλλο εἶδος ζώου θά ἦταν λοιπόν πιό λογικό ἀπό τόν ἄνθρωπο, καί θά δεχόταν νά ἀ­ποβάλλει τήν ἀξία τοῦ εἴδους του, πού τήν ἔχει, γιά νά ἐξελιχθεῖ καί νά γίνει ἄλλο εἶδος, πού δέν τό ξέρει; Ἄν ἡ Δαρβίνια ἐξέλιξη τῶν ζωικῶν εἰδῶν ἔγινε χωρίς τό ὑπό ἐξέλιξη ζῶ­ο νά ξέρει τί τοῦ γίνεται, τό γεγονός αὐτό ποιά σχέ­ση μπορεῖ νά ἔχει μέ τό νόημα τοῦ ὅρου ἐ­ξέλιξη, πού προϋποθέτει αὐτο­δύ­ναμη καί χωρίς ἐξωτερική ἐπέμβαση ἀναγωγή;
Γιά νά παρακάμψουν αὐτή τήν πραγματικότητα οἱ δαρβινιστές, λένε λοιπόν ὅτι ἡ ἐξέλιξη ἔγινε μέ μακρᾶς διάρκειας μικροπροσαρμογές. Ἡ προσαρμογή ὅμως προϋποθέτει πρότυπο. Ἡ προσαρμογή στό ἄγνωστο συνιστᾶ σαχλαμάρα. Πῶς καί ποιά γνώση καί ποιά άνωτερότητα θά ἀποδόσει, ἡ προ­σαρ­μογή στό ἄγνωστο; Τό ἀποτέλε­σμα τῆς πρός τό ἄγνωστο προσαρμογῆς, βεβαί­ως πρέ­πει νά εἶναι ἂγνοια καί ὂχι ἀνωτερότητα; Κι' ἄν ἡ προσαρμογή ἔγινε πρός εἶδος γνωστό, τί σχέση θά ἔχει μέ τό νόημα τῆς λέξης ἐξέλιξη, ἀφοῦ δέν ἒγινε κάτι, πού ἦταν ἂγνωστό, ἀλλά ἦταν γνωστό; Ὁ λόγος λοιπόν τῆς προσαρ­μογῆς εἴτε πρός γνωστό εἴτε πρός ἄγνωστο εἶδος, πού ἐπικαλοῦνται οἱ Δαρβινιστές, ξεπερνάει τό κάθε ὅριο τῆς σαχλαμάρας καί τῆς γελοιότητας. Εἶναι λόγος πού δηλώνει ἀνεπίτρεπτη στόν ἂνθρωπο ἠλιθιότητα.

Γιάννης Μιχαηλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου