Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Ἡ πλάνη τῆς περί παγκοσμίου ἕλξεως θεωρίας ( Toυ Μπάρμπα-Γιάννη Μιχαηλίδη απο την Διποταμία )

Στό λῆμμα: ἕλξη, τῆς ἐγκυκλοπαιδείας, λένε οἱ «διαφωτιστές-ἐπιστη­μονιστές».
«Ὅλα τά σώματα, ἀπό τά πιό μικρά ... ἕως καί τά πιό μεγάλα, ὅπως τά δι­άφορα οὐράνια σώματα, ἔχουν τήν ἰδιότητα νά ἕλκονται μεταξύ τους. Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες καταχτήσεις τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν ὑπῆρξε ἡ ἀνακάλυψη τῶν νόμων τῆς παγκόσμιας ἕλξης ἀπό τόν Νεύτωνα. Οἱ δυ­νάμεις ἕλξης ἐξ ἀπο­στάσεως παρουσιάζουν τό πιό σημαντικό ἐνδι­α­­φέρον καί προέρχονται γε­νι­κά ἀπό πεδία (πεδίο βαρύτητας καί πεδίο παγκόσμιας ἕλξης)
Αὐτό ὅμως πού μέ τόση ἀλαζονεία τό λένε: «Μία ἀπό τίς μεγαλύ­τερες καταχτήσεις τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν...», δέν εἶναι τίποτα περισ­σότερο καί τίποτα λιγότερο ἀπό σκέτη σαχλαμάρα· περιορίζεται στά μέτρα τῆς φλυ­αρίας, ἐπειδή εἶναι ἀπολύτως ἄσχετο μέ τήν πραγμα­τικότητα. Καί ὄχι μό­νο δέν δίνει ἀ­πάν­τηση σέ κάποια ἀπορία, ἀλλά προσθέτει καί ἄλλες. Καυ­χόμενοι λοιπόν γιά με­γάλη «ἐπιστημονική κατάχτηση», οἱ «δι­α­­φω­τιστές-ἐπιστημο­νι­στές», καυχόνται γιά ἀνεπίτρεπτη στόν νοήμο­να ἄνθρω­πο ἀνοησία. Αὐτά πού ἔτσι τά λένε καί καυχῶνται, ἄς τά συγκρί­νομε λοιπόν μέ τήν πραγ­ματικότητα, πού διέπει τίς τροχιές τῶν πλα­νη­τῶν τοῦ δικοῦ μας ἡλιο­πλα­νητικοῦ συστήματος συνοχῆς τῶν σφαι­ρῶν τους, καί μέ στοιχεῖα πού αὐτοί μᾶς τά δίνουν.
Οἱ πλανῆτες κινοῦνται γύρω ἀπό τόν ἥλιο, σέ κυκλική τροχιά. Κι­νοῦνται μέ ἰλιγγιώδεις ταχύτητες, καί ἡ φυγόκεντρος τάση πού ἀνα­πτύσ­­σεται στήν σφαίρα τους ἔχει μέγεθος ἀσύλληπτο. Δέν μποροῦν ὅμως νά βγοῦν ἔξω ἀπό τήν τροχιά τους.
Ἡ θεωρία τῆς παγκοσμίου ἕλξεως λέγει ὅτι τούς συγκρατεῖ, στήν τρο­­χιά τους, ἡ ἕλξη πού ἀσκεῖ ὁ ὄγκος τῆς τεράστιας σφαίρας τοῦ ἥλιου. Ἀλλά ἡ θεω­ρία αὐτή εἶναι ἄσχετη μέ τήν πραγματικότητα, ὅπως γί­νε­ται κατανο­ητό ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ ζητήματος πού παραθέτω στή συνέ­χεια.
Ὁ πλανήτης Ἑρμῆς, εἶναι ὁ κοντινότερος στήν σφαίρα τοῦ ἥλιου, καί εἶναι καί πολύ μικρός. Στό ἀφήλιο τῆς τροχιᾶς του βρίσκεται σέ ὕψος ἑβδομῆντα δύο (72) ἑκατομύρια χιλιόμετρα ψηλά, πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας τοῦ ἥλιου. Γιά νά πάει στό περιήλιο τῆς τροχιᾶς του κα­τεβαίνει λοιπόν πρός τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἥλιου, καί τήν πλησιάζει μέχρι τά τέσσα­ρα (4) ἑκατ. χιλμ. Γιά νά ξαναπάει ὅμως στό ἀφήλιο τῆς τρο­χιᾶς του, ἀρχίζει νά ἀνυψώνεται καί πάλι μέχρι τά (72) ἑκατ. χιλιόμ. Δηλαδή, πότε μέν κινεῖται πτωτικά πρός τόν ἥλιο, πότε δέ ἀντίθετα, ἀνυψωτικά, καί ἀπομακρύνεται.
Ὅταν ἀρχίσει νά ἀνυψώνεται καί νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας τοῦ ἤλιου, τότε τί γίνεται ἡ ἕλξη τοῦ ἥ­λιου; Πῶς μη­δενίζεται ἡ ἕλξη τοῦ ἥλιου, αὐτή πού τήν τράβηξε τήν σφαί­ρα τοῦ Ἑρμή καί ἀπό τό ὕψος τῶν 72 ἐκτμ. χιλμ. τήν κατέβασε στά 4 ἑκτμ. χιλμ., πῶς τώρα ἡ ἕλξη αὐτή ἔγινε ἀνίσχυρη καί ὁ πλανήτης καί πάλι ἀρχί­ζει νά ἀνυ­ψώ­νεται καί νά ἀπομακρύνεται;
Ὅταν ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη ἀπομακρύνεται ἀπό τόν ἥλιο, κινεῖται σέ φυγό­κεντρο κατεύθυνση, ἀφοῦ κέντρο τῆς κυκλικῆς τροχιᾶς του εἶναι ἡ σφαίρα τοῦ ἥλιου. Ἀπομακρύνεται λοιπόν ἀπό τήν σφαίρα τοῦ ἤλιου, ἀνυψώνεται καί ὁδηγεῖται πρός τό ἀφήλιο τῆς τροχιᾶς του. Ὅταν ὅμως ἀπό τό ὕψος αὐτό, ἀπό τό ἀφήλιο τῆς τροχιᾶς του ἀρχίζει νά κα­τεβαίνει πρός τήν σφαίρα τοῦ ἥλιου, κινεῖται σέ κατεύθυνση πτώσης πρός τόν ἥλιο. Καί μάλιστα μέ αὐξανόμενη φόρα πτώσης, ὅπως συμ­βαί­­νει μέ ὅλα τά ὑλικά σώματα πού πέφτουν. Πῶς γί­νεται λοιπόν ἡ ἀλλαγή τῆς φορᾶς του, καί ἀπό ἀνυψωτική πού ἦταν γίνεται πτωτική καί ἀπό πτωτική ἀρχίζει καί πάλι νά γίνεται ἀνυψωτική;
Ἄν τήν διατήρηση τοῦ πλανήτη στήν κυκλική τροχιά του τήν ἐπιβάλει ἡ ἕλξη τῆς σφαίρας τοῦ ἥλιου, -πού σύμφωνα μέ τήν δική τους θεωρία εἶναι πολύ μεγάλη στήν μικρή ἀπόσταση, πῶς γίνεται ἡ ἀναστροφή τῆς φορᾶς τοῦ πλανήτη καί στήν μικρή αὐτή ἀπό­σταση πού εἶναι μεγάλη ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου, ἡ φορά τοῦ Ἑρμή ἀπό κατεύθυνση πτώσης πρός τήν σφαίρα τοῦ ἥλιου γίνεται καί πάλι κατεύθυνση ἀνύ­ψωσης καί ἀπο­μάκρυνσης; Καί ἀπό τό ὕψος τῶν 72 ἑκτμ. χλμ. ὅπου ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι μικρή, πῶς ἀνακόπτεται ἡ ἀπομά­κρυνση τῆς σφαίρας τοῦ πλανήτη και ἀρχίζει νά ἕλκεται πίσω πρός τόν ἥλιο καί νά κατεβαίνει καί πάλι μέχρι τό ὕψος τῶν 4 μόνο ἑκτ. χλμ. Κινεῖται κυ­κλικά, βέβαια, ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη, ἀλλά στήν μικρή αὐτή ἀπόσταση ἀπάνω ἀπό τήν τεράστια ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας τοῦ ἥλιου κινεῖται ὁριζόντια, διαρκῶς χάνον­τας ὕψος και κατεβαίνει μέχρι τά τέσσαρα ἑκατ. χιλμ. Ἄρα, ὅπως καί ἡ πέτρα πού ρίχνομε σέ ἀπόσταση κινεῖται ὁριζόντια πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλά χάνοντας ὕψος, καί τελικά πέφτει στήν γῆ, ἔτσι κινεῖται καί ὁ πλανήτης στό περιήλιο τῆς τροχιᾶς του, ἀφοῦ κινούμενος κυ­κλικά πάνω ἀπό τήν ἐπι­φάνεια τοῦ ἥλιου διαρκῶς χαμηλώνει καί πλησιάζει τήν σφαίρα του μέχρι τά τέσ­σαρα ἐκτμ. χιλμ. Δέν πέφτει ὅμως στόν ἥλιο. Ἀντί νά πέσει, ἀρχίζει νά ἀνυψώνεται καί πάλι καί νά ἀπο­μακρύνεται. Τότε τί γίνεται ἡ ἕλξη τοῦ ἥλιου, πού εἶναι καί πολλύ ἰσχυρή στήν μικρή αὐτή ἀπόσταση, πῶς μηδενίζεται καί ἐπι­τρέπει τήν ἀπομά­κρυνση τοῦ πλανήτη;
Πῶς ἀναστρέφεται λοιπόν ἡ φορά τοῦ πλανήτη Ἑρμή, καί ἀπό πτωτική γίνεται ἀνυψωτική, ἄν ἡ δύναμη πού τόν συγκρατεῖ στήν τροχιά του εἶ­ναι ἡ ἕλξη τῆς ἀσύγκριτα μεγαλύτερης σφαίρας τοῦ ἥλιου; Καί πῶς ὕ­στε­ρα ἀπό κατεύθυνση ἀνύψωσης γίνεται καί πάλι κατεύθυνση πτώσης, καί ἀπό τό ὕψος τῶν 72 ἑκ. χλμ. ἀρχίζει νά χαμηλώνει καί πάλι πρός τόν ἥλιο μέχρι τήν μικρή ἀπόσταση τῶν 4 ἑκ. χλμ.; Καί στό περιήλιο τῆς τροχιᾶς του, ὅταν ὁ πλανήτης κατεβαίνει σέ ὕψος μόνο 4 ἑκτμ. χλμ. ἀ­πό τόν ἥ­λιο, πῶς ἡ φυγόκεντρος τάση τοῦ πλανήτη κατανικᾶ τήν ἕλξη τῆς τερά­στιας σφαίρας τοῦ ἥλιου, πού εἶναι καί ἰσχυρότερη στήν μικρή αὐτή ἀπό­σταση, καί κατά­νικώντας την διαρκῶς ἀρχίζει νά ἀνυ­ψώ­νεται καί πάλι καί νά ἀπομα­κρύ­νεται, ἀλλά κατανικιέται στό ἀφήλιο τῆς τρο­χιᾶς του, στήν μεγάλη ἀπό­σταση τῶν ἑβδομῆντα δύο (72) ἑκτμ. χλμ, ἐκεῖ πού ἡ δύναμη τῆς ἕλξης εἶναι πολύ μικρή, καί γυρίζει πάλι πίσω ἡ σφαίρα του;
Για ν’ ἀρχίσει νά ἀπομακρύνεται ἡ σφαίρα τοῦ Ἑρμῆ ἀπό τόν ἥλιο, πρέπει πρῶ­τα νά κατανικήσει τήν ἑλκτική δύναμη πού ἀσκεῖ τό τερά­στιο σῶμα τοῦ ἥλι­ου, καί νά τήν κατανικήσει ἐκεῖ, στήν μικρή ἀπόσταση πού ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι πολύ ἰσχυρή. Καί κατανικώντας την διαρ­κῶς, τήν ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου, νά φτάσει στό ἀπό τήν σφαίρα τοῦ ἥλιου ὕψος τῶν 72 ἑκ. χλμ. Ἐκεῖ ὅ­μως, γιά νά ἀρχίσει ἡ ἐπιστροφή τοῦ πλανήτη πρός τόν ἥλιο, πρέπει να ϋπε­ρισχύσει ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου, πού μέχρι ἐκεῖ κατανικιόταν διαρκῶς ἀπό τήν φυγόκεντρο τάση τῆς σφαίρας τοῦ πλα­νή­τη, ἐκεῖ πρέπει ν' ἀρχίσει νά ὑπε­ρισχύει. Ἄν δέν ὑπερισχύσει, πῶς θά τήν ἀναστρέψει τήν φορά φυγῆς και ἀπομάκρυνσης τοῦ πλανήτη, καί ἀπό φυγόκεντρο θά τήν κάνει κεντρομόλο;
 Ἀλλά ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου, πού κατανικήθηκε στήν κοντινή ἀπόσταση τῶν 4 μόνο ἑκτμ. χλμ., ἐκεῖ πού ἦταν ἰσχυ­ρό­τερη, καί διαρκῶς κατανικιόταν ὥσπου ἡ σφαίρα τοῦ Ἑρμῆ νά φτάσει στήν μακρι­νή ἀπόσταση τῶν 72 ἑκτμ. χλμ., πού ἐκεῖ εἶναι καί πιό ἀ­δύνατη ἡ ἔλξη τοῦ ἥλιου, πῶς ἐκεῖ θά ἀρχίσει νά ὑπερι­σχύει, γιά νά ἀνα­στρέψει τήν πορεία τοῦ πλανήτη καί ἀπό φυγό­κεντρη νά τήν κάνει κεν­τρομόλο; Καί ἕλκον­τας νά τήν ξαναφέρει στήν ἀπόσταση τῶν 4 μόνο ἑκτμ. χλμ; Καί σ’ αὐτή τήν μικρή ἀπόσταση, πῶς καί πάλι θά κατανικηθεῖ ἡ ἕλξη τοῦ ἥλιου, πού εἶναι πολύ μεγάλη στήν μικρή ἀ­πό­σταση, καί θ’ ἀρχίσει καί πάλι νά ἀπομακρύνεται ἡ σφαίρα τοῦ Ἑρμῆ;
Πῶς κατανικιέται λοιπόν στήν μικρή ἀπόσταση, ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου, ἐκεῖ πού εἶναι ἰσχυρότερη, ἀλλά ὑπερισχύει στήν μακρινή ἀπό­στα­­ση, ἐκεῖ πού εἶναι ἀνίσχυρη; Ὅταν ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου δέν μπό­ρεσε νά συγκρατήσει τήν σφαίρα τοῦ πλανήτη Ἑρμῆ πού βρισκόταν πολύ κοντά στόν ἥλιο, και σε πτωτική φορά, πῶς θά τήν ἀνακόψει τήν φόρα τῆς φυγῆς του, ὅταν αὐτός φτά­σει στήν ἀπόσταση τῶν 72 ἑκτ. χλμ., ἐκεῖ πού ἡ φορά τοῦ πλανήτη ἔχει ἐνισχυ­θεῖ καί μέ φόρα, ἐκεῖ πού ἡ ἐλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι πολύ μικρότερη, λόγω τῆς μεγάλης ἀπόστα­σης;
Ἰσχύ ἕλξης ἀσκεῖ ὁ μαγνήτης. Ἡ ἕλξη του ὅμως εἶναι ἰσχυρότερη ὅταν τό πρός ἕλξη σῶμα εἶναι ἤ κοντά ἤ πολύ μικρό. Ὅσο ἀπομα­κρύνεται τό πρός ἕλξη σῶμα καί ὅσο πιό μεγάλο εἶναι, τόσο ἀδυνατίζει ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ μαγνήτη. Καί μετά ἀπό κάποια ἀπόσταση, δέν μπορεῖ πλέον νά τό ἑλκύσει.
Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ, τό λένε αὐτοί οἱ ἴδιοι, οἱ «διαφωτιστές-ἐπι­στημονι­στές». Στό λῆμμα: Βάρος τῆς ἐγκυκλοπαιδείας τους γράφουν:
Βάρος «Εἶναι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία ἡ γῆ ἕλκει ἕνα σῶμα. Ἄν ἀφή­σουμε ἕνα σῶμα ἐλεύθερο (στόν ἀέρα) θά πέσει κάτω στήν γῆ, ἐπειδή τό τραβᾶ (τό ἕλκει) ἡ γῆ ... Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι ταυτίζουν τό βά­ρος ἑνός σώματος μέ τήν μάζα του. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἄλλο πρᾶγ­­­­μα εἶ­ναι τό βάρος καί ἄλλο ἡ μάζα τοῦ σώματος. Μάζα τοῦ σώ­ματος εἶ­ναι ἡ ποσότητα τῆς ὕλης πού ἔχει τό σῶμα. Ἄν ἕνα σῶμα τό ἀπομα­κρύ­νουμε πολύ ἀπό τήν γῆ, ὅπως λ.χ. γίνεται μέ τούς κοσμο­ναῦ­τες καί τά δια­στη­μόπλοια, τότε τό σῶμα δέν θά ἔχει βάρος, θά ἔχει ὅ­μως μάζα. Ἔτσι βλέπομε ὅτι τό βάρος ἑνός σώματος ἐξαρτᾶται καί ἀπό τήν ἀπό­σταση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό σῶμα καί στήν γῆ. Ὅσο πιό ψηλά, καί γι' αὐτό πιό μακρυά βρίσκεται ἕνα σῶμα, τόσο πιό μικρή θά εἶναι ἡ ἕλξη».
Δηλαδή, σύμφωνα μέ αὐτή τήν δική τους θεωρία, ὅσο πιό ψηλά καί γι' αὐτό πιό μακρυά ἀπό τόν ἥλιο εἶναι τό σῶμα τοῦ πλανήτη Ἑρμῆ, στό ἀφήλιο τῆς τροχιᾶς του δηλαδή, τόσο πιό μικρή εἶναι ἡ ἑλ­κτι­κή δύναμη τοῦ ἥλιου. Καί ὅσο πιό κοντά εἶναι, τόσο μεγαλύτερη εἶναι.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη Ἑρμή βρίσκεται στό πε­ριήλιο τῆς τροχιᾶς της καί σέ ἀπόσταση 4 μόνο ἑκτμ. χλμ. ἀπό τόν ἥ­λι­ο, ἡ ἐλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι πολύ μεγάλη. Πῶς λοιπόν σ' αὐτό τό σημεῖο πού ἡ ἑλ­κτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι πολύ μεγάλη, κα­τανικιέται ἀπό τήν φυγόκεντρο τάση τῆς σφαίρας τοῦ πλανήτη καί ἀρ­χίζει νά ἀ­πο­μαρύνεται ὁ πλανήτης ἀπό τόν ἥλιο, ἀλλά στήν μεγάλη ἀπόστα­ση τῶν 72 ἑκτμ. χλμ., ὅπου ἡ ἑλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι μικρή καί ἡ ἀ­πόσταση μεγάλη, πῶς ἀρχίζει ἡ μικρή αὐτή δύναμη νά ὑ­περισχύει, καί ἀναστρέφει τήν φυγόκεντρο φορά τοῦ πλανήτη;
Ὅταν λοιπόν αὐτές εἶναι οἱ παραδοχές τους γιά τό βάρος καί τήν ἕλ­ξη, πῶς δέχονται ὅτι ἡ ἕλξη τοῦ ἥλιου δέν ἔχει δύναμη ἀρκετή γιά νά συγκρατήσει τήν σφαίρα τοῦ πλανήτη Ἑρμή, στήν κοντινή ἀπόσταση τῶν 4 ἑκτμ. χλμ., καί γι’ αὐτό ἀρχίζει νά ἀπομακρύνεται ὁ πλανήτης, ἀλλά στήν μακρυνή ἀπόσταση τῶν 72 ἑκτμ. χλμ. πού ἡ ἕλξη τοῦ ἥλιου εἶναι ἀδύνατη ἀρχίζει ἡ ἀδύνατη αὐτή ἕλξη νά ὑπερισχύει, καί ἔχει τήν δύναμη ὄχι μόνο νά ἀνακόψει τήν φυγόκεντρη φόρα τοῦ πλανήτη, ἀλ­λά καί νά τήν ἀνα­στρέψει καί νά τήν κάνει κεντρομόλο; Ἡ ἐλ­κτική δύ­ναμη τοῦ ἥ­­λιου, πού δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τό σῶμα τοῦ πλανήτη Ἑρμῆ, ὅταν αὐτό βρι­σκόταν πολύ κοντά του, καί σέ φόρα πτωτική πρός τόν ἥλιο, ὅπου καί ἡ ἐλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι μεγαλύτερη, πῶς θά ὑπερισχύσει στήν ἀπόσταση τῶν 72 ἑκτ. χλμ., ὅταν ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη ἔχει ἀποκτήσει καί φόρα φυγό­κεντρη; Καί ἀπό φυγόκεντρη πῶς θά τήν κάνει κεν­τρομόλο τήν φορά τοῦ πλανήτη, ἀφοῦ στήν μεγάλη ἀπόσταση ἡ ἕλκτική δύναμη τοῦ ἥλιου εἶναι μικρότερη;
Λένε: «Ἄν ἕνα σῶμα τό ἀπομακρύνουμε πολύ ἀπό τήν γῆ, ὅπως λ.χ. γίνεται μέ τούς κοσμοναῦτες καί τά διαστημόπλοια, τότε τό σῶμα δέν θά ἔχει βάρος, θά ἔχει ὅμως μάζα».
Ὅταν λοιπόν στά ἀπό τίς σφαίρες τῶν οὐρανίων σωμάτων ἀποκρυ­σμένα σημεῖα τοῦ παγκόσμιου πεδίου τά σώματα ἐνῶ ἔχουν τήν ἴδια μάζα, ἀφοῦ δέν ἀποβάλουν μάζα, δέν ἔχουν ὅμως τό ἴδιο ἤ καθόλου βάρος, καί ἀφοῦ τό βάρος εἶναι ἀποτέλεσμα ἕλξης, αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἕλξη. Ἄν ὑ­πῆρχε ἕλξη, θά ὑπῆρχε καί βάρος, ἀφοῦ ἡ μάζα παραμένει στήν ἴδια ποσότητα. Τό γεγονός αὐτό βεβαιώνει ὅτι δέν ὑπάρ­χει οὔτε ἕλξη οὔτε παγκόσμιο σύστη­μα ἕλξης. Ἄν ὑπῆρχε ἕλ­ξη, καί μά­λιστα μέ σύστημα παγκόσμιο, καί ἡ βαρύτητα ἦταν ἀπο­τέ­λεσμα τῆς ἕλξης, θά ὑπῆρχε καί βαρύτητα, ἔστω καί μικρή, πρός κάποια κατεύ­θυνση, στό παγκόσμιο πεδίο. Πῶς τίς συμβιβάζουν λοιπόν αὐτές τίς ἀ­νοησίες καί καυχώνται γιά μεγάλη ἐπιστημονική κατάτηση καί ὅτι ξέ­ρουν τούς νόμους τῆς φύσης, καί γίνονται καί ὀρθολογιστές; Μέ ποιά λογική αὐτές τίς ἀνο­η­σίες τίς ὀνομάζουν, «μεγάλη κατάΧτηση τῆς ἐπι­στήμης» καί καυχῶνται; Αὐτά οὔτε ἕρπουσα λογική δέν τά δέχεται.
Βεβαίως, τά δέχονται μέ τήν λογική τοῦ τρελοῦ πού καυχιέται ὄτι εἶναι Με­γας Ἀλέξανδρος, γιά νά μποροῦν καί αὐ­τοί νά καυχηθοῦν γιά γνώσεις καί ὀρθολογισμό. Γι’ αὐτό καυχώνται ὅτι εἶναι καί διαφω­τι­στές, ἐπειδή δέν ἔχουν στοιχειώδη ἀντίληψη τῆς πραγματικότητας. Ἄν ὁ τρε­λός εἶχε ἀντίληψη τῆς κατάστασής του, θά τολμοῦσε ποτέ νά καυ­χηθεῖ ὅτι εἶναι Μέγας;
Ἡ πραγματικότητα εἶναι λοιπόν πολύ διαφορετική ἀπό αὐτά πού δι­δάσκουν οἱ «διαφωτιστές-ἐπιστημονιστές».
Οἱ πλανῆτες περιφέρονται σέ κυκλική τροχιά γύρω ἀπό τόν ἥλιο, ἀλ­λά, ὡς περιεχόμενο τοῦ ὀγκοχώρου τους. Ὡς περιεχόμενο δηλαδή τοῦ βα­ρυτικοῦ πεδίου τους, καί ὄχι ἔξω ἀπό αὐτό. Σε ὅλα τά σημεῖα τῆς τροχιᾶς τους βρίσκο­νται σακουλιασμένοι μέσα στο βαρυτικό πεδίο τους Δέν μποροῦν νά βγοῦν ἔ­ξω ἀ­πό τό βαρυτικό πεδίο τοῦ ὀγκοχώρου τους, ἐπειδή αὐτό ἀκριβῶς τό βα­ρυτικό πεδίο ἀποτελεῖ τό συστατικό τῆς σφαί­ρας τους σύστημα. Αὐ­­τό τό πε­­δίο, τό βαρυτικό, ψύχωντας καί συστέ­λοντας τόν ὄγκο τῶν σωμα­τί­ων τῆς ὕλης ἀλλά καί τοῦ πλήθους τους, τά συμπύκνωσε στό κέντρο τοῦ ὀγκο­χώρου καί σύστησε ἀρχικά τήν σφαίρα τῶν πλανητῶν. Αὐτή ἡ διερ­γασία ἔγινε σύστημα βαρυτικοῦ πεδίου, καί τήν συντηρεῖ τήν δομή τῆς σφαίρας. Ὅπως δέν μποροῦν νά βγοῦν ἔξω ἀπό τό βαρυτικό πεδίο τοῦ πλανήτη ἕνα ἤ λίγα ἤ πολλά τμήματα τῆς σφαίρας, καί κάθε φορά πού ἀπομακρύνονται τό βαρυτικό πεδίο τά ἐπαναφέρει στήν σφαί­­ρα, ἔτσι δέν μπορεῖ νά βγεῖ καί τό σύνολο τῶν τμημάτων τῆς, δηλαδή ἡ σφαίρα ὁλόκληρη, καί νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν ὀγκοχῶρο της. Ὅταν καί ἡ σφαίρα ὀλόκληρη ἀπο­μακρύνεται λοιπόν ἀ­πό τήν θέση τῆς βαρυτι­κῆς ἱσορροπίας της, πού βρίσ­κε­ται στό κέντρο τοῦ ὀγκοχώ­ρου της, τό πε­­δίο τοῦ βαρυτικοῦ συστήματος τήν ἐπανα­φέ­ρει στήν θέση της, ὅπως ἐπαναφέρει καί τά τμήματά της.
Τήν σφαίρα τοῦ πλανήτη, τοῦ κάθε πλανήτη, τήν περιέχει λοιπόν ὁ ὀ­γκο­χῶ­ρος του· καί στήν κυκλική τροχιά του γύρω στόν ἥλιο, τήν κουβα­λάει καί αὐτήν ὡς περιεχόμενό του, ὁ κάθε πλανητικός ὀγκοχῶρος.
Ὀγκοχῶρο τῶν πλανητικῶν σφαιρῶν ὀνομάζω τόν χῶρο πού κατε­λάμβανε ἡ ὕλη τους, ὅταν στο φυσικό παρελθόν ἦταν πυρακτωμένη καί βρισκόταν σέ φλογώ­δη κατάσταση, καί σχημάτιζε φλόγινο νέφωμα. Ἡ ψύξη, συστολή καί συμπύ­κνωση τῆς ὕλης τοῦ νεφώματος στό κέντρο τοῦ νεφώδους χώ­ρου του, ἀπέδωσε τό βαρυτικό σύστημα, πού ἀπό τότε ἰσχύϊ, καί σύστησε καί τήν σφαίρα τοῦ πλανήτη.
Ἡ ἐλλειπτική τροχιά τοῦ πλανήτη Ἑρμῆ, παρουσιάζει μεγάλη γραμμική ἐκκε­ντρότητα. Τό γεγονός ὀφείλεται στό σχῆμα πού εἶχε ὁ ὀγκοχῶρος του, ὅταν ἡ ὕλη του ἦταν πυρακτωμένη καί εἶχε τήν μορφή φλόγινου νε­φώματος. Ὅσο ἐπίμηκες ἦταν τό σχῆμα τοῦ φλόγινου νεφώμα­τος ἀπό τό ὁποῖο προῆλθε μιά πλανητική σφαίρα, τόσο μεγαλύτερη γί­νε­ται καί ἡ γραμμική ἐκκεντρότητα τῆς ἐλλειπτικῆς τροχιᾶς τῆς σφαί­ρας. Τό νέφωμα τό ἀποτελοῦσε ἡ μάζα τοῦ πλανήτη, τόν καιρό πού βρισκόταν στήν ἀκμή τῆς φλογοθερμίας της, στήν προψυχρική ἐποχή.

Ὀγκοχῶρος τοῦ πλανητη Ἑρμή
Τό σχῆμα τοῦ φλόγινου νεφώματος, ἀπό τό ὁποῖο προῆλθε λοιόν ἡ μάζα τῆς σφαίρας τοῦ κάθε πλανήτη, ὁρίζει καί τό μέγεθος τῆς γραμ­μικῆς ἐκκεντρότητας τῆς ἐλλειπτικῆς τροχιᾶς του.


Ὀγκοχῶρος τοῦ πλανήτη Ἑρμή .
ε,  ε,  ἐστίες τῆς γραμμικῆς κίνησης τοῦ πλανήτη μέσα στόν ὀγκοχῶρο του, κίνησης πού ρυθμίζει τό σχῆμα τῆς ἐλλειπτικῆς τροχιᾶς του. Στήν μιά ἄκρη τῆς γραμμῆς ε-ε βρίσκεται ὁ πλανήτης Ἕρμῆς στό περιήλιο τῆς τροχιᾶς του, καί στήν ἄλλη ἄκρη πηγαίνει καί βρίσκεται στό ἀφήλιο τῆς τροχιᾶς του.
Ἡ κίνηση τοῦ ὀγκοχώρου γύρω ἀπό τόν ἥλιο, διαγράφει λοιπόν τρο­χιά κα­νονικότατου κύκλου. Διότι, σάν τούς κοσμοναῦτες, καί αὐτός, δέν ἔ­χει βαρύ­τη­τα. Ὅπως δέν εἶχε βαρύτητα ὁ χῶρος αὐτός καί ἡ ὕλη τοῦ πλανήτη, τόν καιρό πού ἦταν φλόγινο νέφωμα, ἀφοῦ ἡ θερμότητα καί σήμερα δέν ἔχει βαρύτητα, δέν ἀσκεῖ καμμιά φυγόκεντρο τάση, ὁ ὀγ­κο­χῶρος τῆς σφαίρας.
Ἡ βαρύτητα εἶναι φαινόμενο ἀποκλειστικά ἐσωτερικό τοῦ ὀγκοχώ­ρου, ἐπει­δή στό ἐσωτερικό του ἔγιναν καί πρός τό ἐσωτερικό του κινή­θηκαν καί ἀναπτύ­χθηκαν ὅλες οἱ διεργασίες τῆς ψυχρικῆς ἀγωγῆς τῆς ὕλης. Εἶναι παράγωγο τῆς ψυχρικῆς ἀγωγῆς τῆς ὕλης, ἡ βαρύτητα. Δέν εἶναι ἀ­ποτέλεσμα ἕλξης. Δηλαδή εἶναι ἡ μέθοδος πού ἐξεργάσθηκε τήν ψυ­χροσυστολική ἀγωγή τῶν σωματίων τῆς ὕλης καί τοῦ πλήθους τους, γιά τήν σύσταση καί τήν δομή τῆς σφαί­ρας, μέ συστολή τοῦ ὄγκου τοῦ κάθε σωματίου καί συμπύκνωση τοῦ ψ υχόμενου πλή­θους τους στό κέντρο τοῦ ὀ­γ­κο­χώρου γιά τήν σφαιροποίηση τῆς μάζας. Καί γι’ αὐτό ἡ βαρύτητα εἶναι γεγονός περιορισμένο στό ἐ­σωτερικό τοῦ ὀγκο­χώρου τοῦ καθενός τῶν οὐρανίων σωμάτων, καί ἡ ἰσχύς της κατευ­θύνεται μόνο πρός τό ἐ­σωτερικό, πρός τό κέντρο τοῦ ὀ­γκοχώρου τους. Ἔξω ἀπό τον ὀγκο­χῶ­ρο τῶν οὐρανίων σφαιρῶν δέν ὑπάρχει βαρύτητα, ἐπειδή ἔξω ἀπό αὐ­τόν δέν ἐφαρμόσθηκε ψυχροσυ­στο­λική ἀγωγή τῆς ὕλης.
Τό βάρος δέν εἶναι λοιπόν ἀποτέλεσμα ἕλξης, πού δῆθεν ἀσκεῖ ἡ σφαί­­­ρα τῆς γῆς. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ψυχρικῆς ἀγωγῆς τῆς ὕλης, πού συνέστειλε, ὤθησε καί κίνησε καί συμπύκνωσε τήν ψυχόμενη καί συ­στελόμενη μά­ζα καί τό πλῆθος τῶν σωματίων τοῦ φλόγινου νεφώματος στό κέντρο του, καί ἔτσι σχη­μάτισε τήν σφαίρα, καί σύστησε καί τό βα­ρυτικό πεδίο της γιά νά συντηρεῖ τήν δομή τῆς σφαίρας.
Ἀφετηρία τῆς ἀρχικῆς βαρυτικῆς κίνησης εἶναι λοιπόν ἡ περίμετρος τοῦ φλο­γονεφοειδοῦς ὀγκοχώρου, πού σχημάτιζε καί κατελάμβανε ἡ ὕλη τοῦ κάθε πλα­νήτη, τόν καιρό πού βρισκόταν στήν ἀκμή τῆς χρωμοθερμίας της. Ἀπό ἐκεῖ ξεκίνησε ἡ ψυχρική ἀγωγή, ἀπό τήν περίμετρο τοῦ νεφο­ειδούς ὀ­γκο­­χώρου καί κατευθύνθηκε πρός τό κέντρο του, ὅπου συγ­κέντρωσε τήν ψυχόμενη μάζα καί ἔτσι σύστησε τήν σφαίρα καί τό βαρυ­τικό πεδίο τῆς σφαίρας. Βαρύτητα πρός τά ἔξω ἀπό τήν σφαίρα, ἤ πρός τά ἔξω ἀπό τόν ὀγκοχῶρο δέν εἶναι νοητή καί δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό λοιπόν ἐνῶ ἡ τροχιά τοῦ ὀγκοχώρου γύρω ἀπό τόν ἥ­λιο, διαγράφει κύ­κλο κανονι­κότατο, τό σχῆμα τῆς τροχιᾶς τοῦ πλανήτη γί­νεται ἐλλειπτικό. Καί τό ἐλλειπτικό σχῆμα παράγεται ἀπό τήν κίνηση τῆς σφαίρας μέσα στό βαρυτικό πεδίο τοῦ ὀγκοχώρου της.
Τό βαρυτικό πεδίο εἶναι λοιπόν περιορισμένο στόν χῶρο πού κάποτε στό παρελθόν τόν κατελάμβανε τό πλῆθος τῶν πρωτογενῶν σωματίων τῆς ὕλης, τότε πού αὐτά βρίσκονταν στήν ἀκμή τῆς χρωμοθερμίας τους καί μέ τό πλῆθος τους σχημάτιζαν τό φλόγινο νέφωμα. Τόν χῶρο αὐτό τόν ἄ­­δειασε ἡ ψυχρο­συστολική ἀγωγή τῆς ὕλης, συστέλοντας τόν ὄγκο τῶν σωματίων τῆς ὕλης καί συμπυκνώνοντας τό ψυχόμενο πλῆθος τους στό κέ­ντρο τοῦ νεφώματος, γιά νά σχηματίσει τήν σφαίρα τοῦ πλανήτη. Ἔτσι κινήθηκαν τά ψυχόμενα σωμάτια τῆς ὕλης ἀπό τήν περιφέρεια πρός τό κέ­ν­τρο τοῦ ὀγκοχώρου, γιά νά σχηματισθεῖ ἡ σφαίρα τοῦ πλα­νήτη, καί διατάχθηκε καί τό φαινόμενο τῆς βαρύτητας, καί σχη­μα­τίσθηκε τό βαρυ­τι­κό πεδίο· καί γι' αὐτό ἡ βαρύτητα περιορίζεται στόν χῶ­ρο πού τότε ἐφαρ­μόσθηκε ἡ ψυχροσυστολική ἀγωγή τοῦ σωματι­ακοῦ καί πλη­θυσμια­κοῦ ὄγκου τῆς ὕλης τοῦ κάθε πλανήτη, καί ἔξω ἀπό αὐτόν τόν χῶ­ρο δέν ὑ­πάρχει βα­ρύτητα· καί συνεχίζει νά ἐφαρμόζεται, ἡ βαρύτητα, μόνο σέ αὐτόν τόν χῶρο, πού ἔτσι μέ τήν ψυχρική ἀγωγή ἄδειασε καί ἔγινε βαρυτικό πεδίο, γιά νά συντηρεῖται ἡ δομή τῆς σφαίρας. Γι' αὐτό δέν ὑπάρχει βαρύτητα ἔξω ἀπό τόν ὀγκο­χῶρο τῶν οὐρανίων σφαιρῶν.
Το βαρυτικό πεδίο τό σύστησε λοιπόν ἡ ἀρχική ἐφαρμογή τῆς ψυ­χρο­­συστολικῆς ἀγωγῆς καί διάταξης. Καί ὅπως τότε το πλῆθος τῶν ψυχόμενων καί συ­στελόμενων σωμάτων τῶν πρωτογενῶν σωματίων τῆς ὕλης ἡ διάταξη αὐτή τά κίνησε πρός τό κέντρο τοῦ νεφώματος, γιά νά σχηματίσουν τήν σφαίρα, ἔτσι συνεχίζει νά τά κινεῖ πρός τήν σφαίρα, ὅταν ἀπομα­κρύ­νονται ἀπό αὐτήν. Τότε τά ψυχόμενα σωμάτια τά κίνησε πρός τό ἐσω­τερικό τοῦ ὀγκοχώρου γιά νά συστήσει τήν σφαίρα, καί ἀπό τότε τά κι­νεῖ γιά νά συντη­ρήσει τήν δομή τῆς σφαίρας. Ἀλλιῶς, μέ τήν φυγόκεν­τρο τάση πού παρά­γει ἡ περιστροφή τῆς σφαίρας γύρω ἀπό τόν νοητό ἄξονά της, ἡ μάζα της θά ἐκσφενδονιζόταν στό διάστημα.
Μέσα λοιπόν σ΄ αὐτό τό βαρυτικό πεδίο τοῦ ὀγκοχώρου, τό κάθε ψυ­χρό ὑλικό σῶμα πού ἀποκρύνεται ἀπό τήν σφαίρα τῆς γῆς, ἐπιστρέφει σ' αὐτήν, ἐπειδή τό σύστημα τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου τό καταναγκάζει νά ἐπι­στρέψει, γιά νά μή διαλυθεῖ ἡ σφαίρα, καί ὄχι ἐπειδή τό ἕλκει ἡ γῆ. Ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη δέν ἀσκεῖ καμμιά ἕλξη. Γι' αὐτό καί ἡ θερμότητα, πού ἔχει προψυχρικό ἰδίωμα, δέν ἐλέγχε­ται ἀπό τήν βα­ρύτητα· κινεῖται ἀντι­βαρυτικά, κατευθύνεται πρός τήν περί­μετρο τοῦ ὀγκο­χώρου καί ἐκεῖ κα­ταλήγει ἡ φορά της, ἐπειδή ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς ψυχρικῆς ἀγωγῆς. Ἀπό ἐκεῖ ξεκίνησε τό ἔργο της ἡ ψυ­χρική ἀγωγή, καί γι' αὐτό τό διάνυ­σμα τῆς θερμικῆς κίνησης ἐκεῖ κατα­λή­γει, καί ἐκεῖ σχηματίζει τό στρῶμα τῆς θερμόσφαιρας, πού ἀσποτελεῖ το σημερινό θερμικό περίβλημα τοῦ ὀγκοχώρου, κσί ἐκεῖ ἀναφλέγεται τοῦ διάτοντος ἀστέρος ἡ ὕλη. Τά ψυχρικά σώ­ματα λοιπόν, ἐπειδή σάν ἔργο τῆς ψυχρικῆς ἀγωγῆς ἐντάχ­θηκαν στό σύ­στημα τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου, ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀγκο­χώρου, ἀπό τόν τόπο δηλαδή τῆς ψυχρικῆς ἰσορροπίας τῆς σφαίρας τους, τό βαρυ­τικό (=ψυχρικό) πεδίο τά ἀναγκάζει νά ἐπι­στρέψουν.
Ἡ ἰσχύς τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου, εἶναι λοιπόν ἀποτέλεσμα συστηματικῆς διάτα­ξης, πού ἔχει την ἀρχή της στην ψυχρική ἀγωγή τῆς ὕλης καί συντηρεῖ τήν σφαί­ρα τοῦ πλανήτη, καί ὄχι ἀποτέ­λεσμα ἕλξης, πού δῆθεν ἀσκεῖ ἡ σφαίρα. Ἡ ἰσχύς τοῦ βαρυτικοῦ συστή­ματος ἀρ­χικά κίνησε πρός τό κέντρο τοῦ ὁγκοχώρου, τοῦ τότε φλόγι­νου νεφώ­ματος, τήν ψυχόμενη μάζα πού ἔμελλε νά σχηματίσει τήν σφαί­ρα τοῦ πλα­νήτη. Μέ αὐτή τήν κίνηση σύστησε τήν σφαίρα καί τό σύστημα τῆς κίνησης αὐτῆς διατάχθηκε ὁριστικό πεδίο της, πεδίο βαρυτικό, γιά τήν συντή­ρηση τῆς δομῆς τῆς σφαί­ρας. Ἀλλά ἡ ἰσχύς τῆς βαρύτητας δέν περι­ο­ρίζεται στά τμηματικά μόνο μεγέθη τῆς σφαιρικῆς μάζας, πού ἀπομα­κρύνονται ἀπό τήν σφαίρα τοῦ πλανήτη. Ἰσχύει καί γιά τό σύνολο τῶν τμημάτων της, δηλαδή γιά τό ὅλο μέγεθος τῆς σφαίρας. Ὅταν καί αὐτή, ἡ σφαίρα ὁλόκληρη ἀπομα­κρύνεται ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου της, τό βαρυ­τικό πεδίο τήν ἐπα­ναφέρει στήν θέση τῆς ἀρχικῆς ψυχρο­βα­ρυ­τικῆς ἰ­σορ­­ροπίας της.
Τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου, τοῦ κάποτε φλόγινου νεφώματος, εἶναι λοιπόν τό πρωτογενές κέντρο τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου τῆς σφαίρας, καί τό σφαιρικό σῶμα τοῦ πλανήτη ἐκεῖ θά ἰσορροποῦσε καί θά ἔμενε, ἄν δέν περιστρεφόταν ὁ ὀγκοχῶρος σέ κυκλική τροχιά.
Ἐπειδή ἡ τροχιά τοῦ ὀγκοχώρου γύρω στόν ἥλιο εἶναι κυκλική, ἡ μά­ζα τῆς σφαίρας, πού, μέ τήν ψυχρική καί γι' αὐτό βαρυτική πλέον μορφή της βρίσκεται μέσα στό βαρυτικό πεδίο της, ἀρχίζει νά ἀποκτᾶ φυγό­κεν­τρο τάση, καί νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν κέντρο τῆς πρωτο­γε­νοῦς βαρυτικῆς (=ψυ­χρικῆς) ἱσορ­ρο­πίας της. Τό φαινόμενο τῆς φυγό­κεντρης τάσης ὅμως ἐμφανίζεται μόνο μέσα στό βαρυτικό πεδίο τῆς σφαίρας, καί περιορί­ζεται στό ἐσωτερικό τοῦ ὀγκοχώρου της. Ὁ ὀ­γκοχῶρος ἐ­πειδή ἔχει θερμική καταγωγή, καί δέν ὑπέστη ψυχρική διεργασία, δέν ἔχει βαρύτητα καί δέν ἀσκεῖ καμμιά φυγό­κε­ντρο τάση.
Τότε ἀρχίζει νά διαμορφώνεται ἡ δευτερογενής βαρυτική διάταξη. Στήν πρω­τογενή βαρυτική διάταξη, ἡ βαρυτική φορά τῆς ψυχρικῆς ἀγω­γῆς κατευθύνθηκε συμμετρικά καί ἀκτινοειδῶς ἀπό τά κυκλικά ὅρια τοῦ ὅλου μεγέθους τοῦ ὀ­γοχώρου πρός τό κέντρο του. Κινήθηκε ἀρχικά ἀπό τήν περίμετρο τοῦ ὀγκο­χώρου, πού εἶναι ἀφετηρία τῆς ψυχρικῆς ἀ­γωγῆς, καί ἐπιβάλοντας ψύξη καί συστολή στά σωμάτια τῆς ὕλης καί στόν ὄγκο τοῦ πλήθους τους, τά κίνησε πρός τήν κεντρική περιοχή του, γιά νά συστή­σουν τήν σφαίρα. Αὐτή εἶναι ἡ πρωτο­γενής κατεύθυνση τῆς καθοδικῆς πρός τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου βαρυτικῆς ἀκτίνας, μέσα στό βαρυτι­κό πεδίο, πού ἰσχύει καί σήμερα. Κίνησε καί κινεῖ τήν ψυχρική μάζα, ἀπό τά ὅρια τοῦ ὀγκοχώρου πρός τό κέντρο του, τότε μέν γιά νά τήν συστή­σει, τώ­ρα δέ γιά τήν διατηρήσει τήν σφαίρα.
Ὅταν ὅμως καί ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη, πού ἔχει ψυχρική καί γι' αὐτό βαρυτική σύ­σταση, λόγω τῆς φυγόκεντρης τάσης πού τήν παράγει ἡ κυ­κλι­κή τροχιά τοῦ ὀγκοχώρου ἀρχίζει ὁλόκληρη νά ἀπομακρύνεται ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώ­ρου της, ἀπό τόν τόπο τῆς βαρυτικῆς ἰσορροπίας της, ἡ διάταξη τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου μεταβάλεται καί παίρ­νει δευτερογενές σχῆμα. Ἡ βαρυτική ἀκτίνα καί πάλι κατευθύνεται ἀπό τήν ἐξωτερική περιοχή τοῦ ὀγ­κοχώρου, ἀπό τήν περί­μετρο πρός τό κέντρο του, ἀλλά  ἐ­πειδή στόχος τῆς ψυχρικῆς ἀγωγῆς ἦταν καί εἶναι καί παραμένει τό ἀρχικό φλο­γο­θερμικό ἰδίωμα, καί αὐτό τό ἰδίωμα δια­σώζεται πλέον  μόνο στό κέν­τρο τῆς γεώσφαιρας, καί ὄχι στό κέντρο τοῦ ὀ­γκοχώρου, ἡ σφαίρα ὅ­μως ἔχει φύγει ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου της, οἱ βαρυ­τικές ἀκτί­νες κατευθύνονται πρός τό κέντρο τῆς γεώσφαι­ρας πλέον καί ὄχι πρός τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου, ἐπειδή ἐκεῖ στό κέντρο τῆς γεώ­σφαιρας βρίσκεται ὁ στόχος τους, ἡ ὕλη πού διατηρεῖ τό φλογοθερ­μικό της ἰδί­ωμα καί σχηματίζει τήν φλογόσφαιρα στό κέντρο τῆς γεώσφαι­ρας. Καί ἔτσι ἡ διάταξη τοῦ βαρυτικοῦ πε­δίου μεταβάλεται καί γίνεται δευτερο­γενής.
Στό δευτερογενές βαρυτικό πεδίο, ἐπειδή ἡ σφαίρα παίρνει φυγό­κεν­τρη τά­ση, φεύγει ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀ­γκο­χώρου της καί ἀρχίζει νά πλησιάζει τά πρός τά ἔξω τῆς κυκλικῆς τρο­χιᾶς ὅ­ρια τοῦ ὀγκοχώρου της. Καί ἀπομακρύνεται ἀντίστοιχα ἀπό τήν ἄλλη μεριά.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν καί ἡ σφαίρα ὁλόκληρη ἀπομακρύνεται ἀπό τό κέν­τρο τοῦ ὀγκοχώρου της, ἀπό ἐκεῖ πού ἀρχικά σχηματίσθηκε καί τοπο­θε­τήθηκε καί ἰσορ­ρόπησε ψυχρικά, ἡ διάταξη τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου ὅ­πως ἀναγκάζει τά τμήματά της πού ἀπομακρύνονται νά ἐπιστρέψουν στήν σφαίρα, ἔτσι ἀ­ναγκάζει καί τό σύνολο τῶν τμημάτων της, τήν σφαί­­­ρα ὁ­λό­κληρη δηλα­δή, νά ἐπιστρέψει στόν τόπο τῆς ἀρχικῆς βα­ρυτικῆς ἰ­σορ­­ροπίας της, στό κέντρο τοῦ ὀ­γκοχώρου τοῦ ἄλλοτε φλόγι­νου νε­φώ­ματος, ἀπό τό ὁποῖο προῆλθε ἡ σφαίρα.
Ὅταν λοιπόν ὁλόκληρη ἡ σφαίρα τοῦ πλανήτη, μέ τήν φυγόκεντρο τάση πού παράγει ἡ κυκλική περιφορά της γύρω στόν ἥλιο ἀρχίσει νά ἀπομα­κρύ­νεται ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου της, ἀρχίζει νά κινεῖται ἀντιβαρυτικά μέσα στό βα­ρυτικό πεδίο τό δικό της· ἀλλά κινεῖται πρός τήν ἐξωτερική τῆς τρο­χιᾶς πλευρά τοῦ ὀγκοχώρου της. Καί τότε συνα­ντάει τήν ἀν­τίσταση τῆς διάταξης τῶν ἀκτινῶν τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου ἐκείνης τῆς πλευρᾶς.
Ὅσο ἡ σφαίρα ἀπομακρύνεται ἀπό τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου της, τόσο συμπιέζονται λοιπόν οἱ βαρυτικές ἀκτίνες τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου τῆς πρός τά ἔξω τῆς τροχιᾶς πλευρᾶς, πρός τήν ὁποία κινεῖται ἀντι­βα­ρυτικά μέσα στον χῶρο της ἡ σφαίρα, καί αὐξάνεται ἡ ἀντίστασή τους ἀντίστοιχα, ἔτσι ὅπως αὐξάνε­ται καί ἡ ἀντίσταση τοῦ ἐλατηρίου πού συμπιέζεται. Καί μειώνεται ἀνάλο­γα ἡ ἰσχύς τῶν βαρυτικῶν ἀκτινῶν τῆς ἄλλης πλευρᾶς, τῆς πρός τά μέ­σα τῆς τροχιᾶς πλευρᾶς τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου, ἐπειδή στήν μέσα μεριά ἡ ἀπόσταση μεγαλώνει.
Ἐπειδή ὅμως ἡ δομή τῆς σφαίρας ὁλόκληρης εἶναι παράγωγο τῆς βα­ρυτικῆς διάταξης, δέν μπορεῖ νά κατανικήσει τόν παράγοντά της καί ἡ βαρυτική διάταξη τήν ἀναγκάζει νά ἐπιστρέψει στό κέντρο τοῦ ὀγκο­χώ­ρου της. Στό σημεῖο πού ἀρχίζει ἡ ἐπιστροφή πρός τό κέντρο τοῦ ὀγκο­χώρου της, ἡ σφαίρα βρίσκεται στό ἀφήλιο τῆς τροχιᾶς της.
Ἡ ἐπιστροφή της ὅμως παραλαμβάνεται ἀπό τό σύστημα τοῦ  βαρυτι­-κοῦ πεδίου της, καί παίρνει φορά καί φόρα πτώσης, πρός τό κέντρο τῆς ὀ­γκοχω­ρικῆ­ς ἰσορροπίας της. Ἡ φόρα τῆς πτώσης εἶναι ἀνάλογη μέ τήν μά­ζα ὁλό­κλη­ρης τῆς σφαίρας. Καί γι' αὐτό μέ τήν φόρα τῆς πτώσης πρός τό κέν­τρο τοῦ  ὀ­γκοχώρου της πού ἔχει πάρει, ξεπερνάει τήν ἀρχική  θέ­ση τῆς ψυ­χρικῆς ἰσορροπίας της στό κέντρο τοῦ ὀ­­γκοχώρου της, καί ἀρ­χίζει καί πάλι νά κινεῖται ἀντιβαρυτικά, στήν ἀντί­θετη ὅμως πλευρά τώρα.
Στό σημεῖο πού ἡ διάταξη τοῦ βαρυτικοῦ πεδίου κατανικά καί πάλι τήν νέα ἀν­τιβαρυτική φορά τῆς σφαίρας, καί τῆς ἐπιβά­λει τήν ἐπανεπι­στρο­φή της πρός τό κέντρο τοῦ ὀγκοχώρου της, ἡ σφαί­ρα βρί­σκεται στό πε­ρι­ήλιο τῆς τροχιᾶς της.
Ἔτσι λοιπόν, ἐνῶ  ἡ περιφορά τοῦ ὀγκοχώρου σέ τροχιά γύρω στόν  ἡλιο δι­-


Η, ἥλιος. α, α, α, α,  διαδοχικές θέσεις τοῦ ὀγκοχώρου τοῦ πλανήτη Ἑρμή στήν κανονικοῦ κύκλου τροχιά του γύρω ἀπό τόν ἥλιο. 
β, β, β, β, διαδοχικές θέσεις τῆς σφαίρας τοῦ πλανήτη Ἑρμῆ μέσα στόν ὀγκοχῶρο της, πού ἐλλειπτική τήν διαμορφώνουν τήν τροχιά του.

αγράφει κανονικότατο κύκλο, ἡ τροχιά τῆς σφαίρας γίνεται ἐλ­λει­πτική. 
Ἀναρωτιέμαι ὅμως: Σέ τί μᾶς χρειάζονται αὐτές οἱ «γνώσεις»; Γιά ποι­ό λόγο πρέπει νά μάθει καί νά ξέρει ὁ ἄνθρωπος τίς ἀποστάσεις καί τίς διαστάσεις τῶν ἄστρων; ἤ τό πόσο ἀπέχει ἀπό τόν ἥλιο στό περι­ήλιο τῆς τροχιᾶς του ὁ κά­θε πλανήτης, καί πόσο στό ἀφήλιο; Γιατί δέν μᾶς ἀπα­σχολεῖ ὁ προορισμός τῆς ἐπίγειας ζωῆς, πού εἶναι ὀντογε­νε­τικός, καί ὁ κάθε ἄνθρωπος, γιά νά εἶναι αὐτοπρόσωπος ὀντότητα, μέ τήν ἐπίγεια δια­γωγή του δημιουργεῖ ὁ ἴδιος τό πα­ν­τοτινό ὑπαρξιακό εἶδος καί ποιόν του, πού μέ αὐτό θά ἐνταχθεῖ στήν ζῶσα παντοτινότητα, γιά νά ἔχει ὀν­τότητα δική του, καί δαπανᾶμε τόν χρόνο μας γιά νά μετρήσομε τίς δια­στάσεις τῆς ὕλης, πού γιά τήν ζωή καί τήν φυσική πραγμα­τικότητα ἀνή­κουν στό παρελθόν καί εἶναι ξεπερασμένες;
Θά  προτιμοῦσα νά  μήν ἤξερα τίποτα ἀπό αὐτά, νά μήν εἶχα ἀσχο­ληθεῖ κα­θό­λου μέ αὐτά τά ξεπερασμένα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου στοιχεῖα, ἀφοῦ ἡ  διά τοῦ  θανάτου  ἔξοδος ἀπό αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ἀναμ­φι­σβή­τητη. Ὅπως θά προτι­μοῦσα νά μή ἀσχοληθῶ καί μέ ἐπίθεση σκύλου, τήν ὥρα πού πη­γαίνω στή δουλειά μου τό πρωί, γιά νά μή χασομερήσω. Ἀλλά, ὅπως πρέ­πει νά ἀμυνθοῦ­με ὅταν μᾶς ἐπιτίθεται σκύλος, ἔτσι πρέ­­πει νά ἀμυνθοῦμε καί ὅταν μᾶς ἐπιτίθε­ται ὁ σκυλισμός τῶν ἀντί­χρι­στων, πού ἔγιναν «δια­φωτιστές», μέ τήν μέθοδο τοῦ τρελοῦ πού γίνεται Μέγας Ἀλέξανδρος. Καί μέ τόν «διαφωτισμό» τους, πού ἐπέ­βαλαν στήν παγκό­σμια κοινωνία, ἔγιναν ἑφιάλτες της· τήν μετάτρεψαν σέ παγκό­σμι­α ζοῦ­γκλα τήν πα­γκό­σμια κοινωνία. Γιά νά πουλήσουν ἐ­ξυπνάδες, κατά­στρε­ψαν καί συνεχίζουν νά καταστρέφουν ὄχι μόνο τήν σοβαρό­τητα καί τήν σκοπιμότητα τοῦ λό­γου, ὄχι μόνο τό φυσικό πε­ριβάλλον, ἀλλά καί τήν κοι­νω­νικότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἐξίσωσαν τόν ἄνθρωπο μέ τά ζῶα καί μετάτρε­ψαν σέ ζοῦγκλα τήν παγκόσμια κοινωνία. Τί ἄλλο πρέπει νά κάνουν, γιά νά ἀποδειχθεῖ ὁ ἐφιαλτισμός τους;
Τό γιατί προτιμοῦν νά ἀσχολοῦνται μέ τέτοιες γνώσεις οἱ «προοδευ­τικοί», εἶ­ναι εὐνόητο. Τίς προτιμοῦν, γιά τόν ἴδιο λόγο πού καί τό χα­λασμένο αὐτοκί­νητο προτιμάει τόν κατήφορο.
Νά ἀπορήσομε πῶς αὐτές τίς ἀνοησίες τίς λένε «μεγάλη κατάχτηση τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν», καί πῶς ἔγιναν δεκτές ἀσυζητητί ἀπό τήν ἀν­θρω­πότητα, ἐ­νῶ ὁ ἀπόλυτα ἐννοιωμένος λόγος τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀ­πορ­ρί­πτεται; Θά ἦταν ἀνεπίτρεπτη ἀνοησία μας. Διότι εἶναι γνωστό πλέον πώς ἡ ἠλιθιό­τητα εἶναι τό ἀναπό­φευκτο ἀποτέλεσμα τῆς κάθε πρός τόν λό­γο τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἐχθρότητας, καί τοῦ κάθε εἴδους ἀντιχριστισμοῦ· καί ἡ ἠλιθιότητα αὐτή ἐ­πι­βά­λει τήν παρα­δοχή κάθε ἀνοησίας πού στη­ρίζει τόν ἀ­ν­τιχριστισμό, δη­λα­δή τήν ἐχθρότητα πρός τήν μάθηση καί τήν γνώση τῆς ὑπαρξιακῆς ἀ­λή­θειας.
Σ’ αὐτούς χαλασμένη εἶναι ἡ ἱκανότητα τῆς ἀντίληψής τους. Καί ὅπως τό χαλασμένο αὐτοκίνητο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρήσης του, ἔτσι καί σ' αὐ­τούς ἡ χαλασμένη ἀντίληψη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρή­σης της. Ἀλλά ἐνῶ ἡ κακή χρήση τοῦ αὐτοκινήτου μπορεῖ νά μήν εἶναι θελημένη, ἡ κακή χρήση τῆς ἀντίληψης πάντα εἶναι θελημένη. Εἶναι το ἀναπό­φευκτο ἀποτέλε­σμα τῆς ἐχθρό­τητας πρός τόν Λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἠλιθιότητα.
Οἱ γνώσεις πού ἀποκλειστικά γι’ αὐτές ἔπρεπε νά ἐνδιαφέρεται ὁ ἄν­­θρωπος, εἶναι αὐτές πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή καί τήν ἐλευθερία. Οἱ ζητήσεις του ἔπρεπε λοιπόν νά στρέφονται στό τί εἶναι ἡ ζωή, τί εἶ­ναι ὁ θά­­νατος, γιατί ὑπάρ­χει θάνατος ἀφοῦ ὑπάρχει ζωή, πῶς καί μέ ποιά δύ­ναμη διατηρεῖται ἡ ζωή ἀφοῦ ὑπάρχει φθορά μέχρι θανάτου, ποι­ός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, καί ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του;
Αὐτές εἶναι οἱ ἀπορίες πού ἔπρεπε νά γίνουν βάση τῶν ἐρευνῶν τοῦ ἀν­θρώπου. Τί μᾶς ἐνδιαφέρει τό πόσο πλησιάζουν στόν ἥλιο καί πόσο ἀ­πομακρύ­νονται ἀπό αὐτόν οἱ σφαίρες τῶν πλανητῶν, τό πόσα πεῦ­κα ἔ­χει τό βουνό καί πόσες πευκοβελόνες ἔχει τό κάθε πεῦκο;
Τά μαθηματικά, καί ἡ ἐπιστήμη τους, εἶναι ἡ πιό ἀκατάλληλη μέθοδος γιά τήν ἄντληση γνώσεων ζωῆς καί ζῶσας ἐλευθερίας. Κατευθύνονται ἀποκλειστικά πρός τήν ὕλη καί τό ὑλιγενές φυσικό παρελθόν. Χωρίς αὐτές τίς γνώ­σεις, χω­ρίς τίς γνώσεις τῆς ζῶσας ἐλευθερίας, δέν μπορεῖ κανένας νά γίνει ἄξιος γιά ἔνταξη στήν ζῶ­σα ἐν ἐλευθερία καί ἁρμονία παντοτινότητα, πού εἶναι ὁ προο­ρισμός τῆς ἐπί­γει­ας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀποτυχία τῆς ἔνταξής του ὅμως ἔχει ὀδυνηρές καί παντο­τινές συνέπειες, ἐπειδή ἀποτυχία χωρίς ἐνοχή δέν γίνεται.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐφοδιασμένος μέ ὅλες τίς δυνατότητες, γιά νά ἐπιτύχει στόν ὀντογενετικό προορισμό του. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀποτυχία του προϋποθέτει πλήρη ἐνοχή, καί ἡ ἐνοχή παντοτινές ὀδυνηρές συνέπειες.  
Γιάννης Μιχαηλίδης.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου