Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ἅγιος Κωνστάντιος ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας ὁ Ρῶσος
Ὁ Ὅσιος Εὐάρεστος
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁμολογητής
Ο Σ. Εὐστρατιάδης, στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν τὰ ἑξῆς:
Ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780 – 797), γεννηθεῖς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς μονὴν τινά, ἀποκαρεῖς μοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ, διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν μητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σαρδέων, λαβῶν μέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόμῃ οἰκουμενικῇ συνόδῳ (787), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν μετὰ παρρησίας καὶ θάρρους καθωμολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087 – 1088).
Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιμῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δημοσίας ἀποστολάς, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α’ (802 – 811), ἐπὶ καταγγελία γενομένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε μοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάμον, ὁ Εὐθύμιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814), ἀλλὰ καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονομαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820), ὁπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς μερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἄσσον (παρὰ τὸ Ἀδραμύτιον), ἔνθα παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829), ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι’ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὖ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεμα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόμενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἔξεδημησε». Θεῷ παραστάς, Εὐθύμιε, τρισμάκαρ, πλήρης ἄληκτου τυγχάνεις εὐθυμίας.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.)
Ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780 – 797), γεννηθεῖς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς μονὴν τινά, ἀποκαρεῖς μοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ, διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν μητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σαρδέων, λαβῶν μέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόμῃ οἰκουμενικῇ συνόδῳ (787), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν μετὰ παρρησίας καὶ θάρρους καθωμολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087 – 1088).
Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιμῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δημοσίας ἀποστολάς, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α’ (802 – 811), ἐπὶ καταγγελία γενομένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε μοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάμον, ὁ Εὐθύμιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814), ἀλλὰ καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονομαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820), ὁπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς μερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἄσσον (παρὰ τὸ Ἀδραμύτιον), ἔνθα παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829), ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι’ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὖ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεμα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόμενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἔξεδημησε». Θεῷ παραστάς, Εὐθύμιε, τρισμάκαρ, πλήρης ἄληκτου τυγχάνεις εὐθυμίας.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.)
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Ὁ Κωνστάντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν ἐφημέριος στὴ Ρωσικὴ Πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα στὴ Μεγίστη Λαύρα, ἀπ’ ὅπου ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἅγιους Τόπους.
Ἐπανῆλθε στὴν Μεγίστη Λαύρα καὶ περίμενε τὴν εἰρήνη μεταξὺ Ρωσίας καὶ Τουρκίας. Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ εἰρήνη, ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέμεινε σὰν ἐφημέριος στὴν ἴδια πρεσβεία. Ἐκεῖ ὅμως, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Ρῶσο Πρέσβη καὶ εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ θυμό, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, ἔτυχε μεγάλων τιμῶν καὶ περιποιήσεων ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα, μετανοημένος ἔκλαψε πικρὰ καὶ πόθησε τὸ μαρτύριο. Ἔτσι πέταξε τὰ τούρκικα ροῦχα, φόρεσε ἕνα φθαρμένο ράσο, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ.
Χωρὶς καμιὰ διαδικασία, οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὸν μάρτυρα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στ’ ἀνάκτορα τοῦ Σουλτάνου τὸ 1743.
Ἐπανῆλθε στὴν Μεγίστη Λαύρα καὶ περίμενε τὴν εἰρήνη μεταξὺ Ρωσίας καὶ Τουρκίας. Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ εἰρήνη, ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέμεινε σὰν ἐφημέριος στὴν ἴδια πρεσβεία. Ἐκεῖ ὅμως, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Ρῶσο Πρέσβη καὶ εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ θυμό, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, ἔτυχε μεγάλων τιμῶν καὶ περιποιήσεων ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα, μετανοημένος ἔκλαψε πικρὰ καὶ πόθησε τὸ μαρτύριο. Ἔτσι πέταξε τὰ τούρκικα ροῦχα, φόρεσε ἕνα φθαρμένο ράσο, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ.
Χωρὶς καμιὰ διαδικασία, οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὸν μάρτυρα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στ’ ἀνάκτορα τοῦ Σουλτάνου τὸ 1743.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Ὁ Ὅσιος Εὐάρεστος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία ἀπὸ γονεῖς ἔνδοξους καὶ ἐπίσημους τῆς χώρας αὐτῆς. Ἀφοῦ καλὰ καὶ ὅσια ἐκπαιδεύτηκε στὴν χώρα του, πῆγε μὲ τὸν πατέρα του στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820) καὶ τὸν φιλοξενοῦσε ὁ συγγενής του πατρίκιος Βρυέννιος.
Ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὴν βασίλισσα Θεοδώρα πρέσβυς στοὺς Βούλγαρους, πῆρε κοντά του καὶ τὸν Εὐάρεστο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν Σκόπελο, ἐκεῖ ὁ Εὐάρεστος συνάντησε γέροντα ἀσκητή, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.
Ὁ δὲ γέροντας, βλέποντας τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ ἔφεση τοῦ νέου, τὸν ἔστειλε μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ὁ Εὐάρεστος διέπρεπε σὰν αὐστηρὸς ἀσκητής.
Ἐκεῖ λοιπὸν ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 79 χρονῶν. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ Κοκουρουβίου (ἢ Κοκκοροβίου).
Ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὴν βασίλισσα Θεοδώρα πρέσβυς στοὺς Βούλγαρους, πῆρε κοντά του καὶ τὸν Εὐάρεστο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν Σκόπελο, ἐκεῖ ὁ Εὐάρεστος συνάντησε γέροντα ἀσκητή, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.
Ὁ δὲ γέροντας, βλέποντας τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ ἔφεση τοῦ νέου, τὸν ἔστειλε μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ὁ Εὐάρεστος διέπρεπε σὰν αὐστηρὸς ἀσκητής.
Ἐκεῖ λοιπὸν ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 79 χρονῶν. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ Κοκουρουβίου (ἢ Κοκκοροβίου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου